το παυσίπονο

Όταν κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά τα διαλυόμενα – αναβράζοντα παυσίπονα, η γιαγιά Κατίγκω βρισκόταν στο ενενηκοστό έτος του βίου της.
Στην εποχή της είχε γνωρίσει την Ασπιρίνη, το Καλμόλ και το Αλγκόν.
Ένεκα της προχωρημένης ηλικίας, αλλά και του φορτίου της δουλειάς μιας ολάκερης ζωής που κουβαλούσε πάνω της, υπέφερε συχνά από πόνους στα κόκαλά της.
Συχνά ζητούσε από την κόρη της παυσίπονα γιατί την ανακούφιζαν προσωρινά.

- Δημητρούλα γ(ι)επ νι χαπεν, ψε μ(ε) δεν κόκατ. ( δώσε μου κανένα χάπι, μ έχουν πεθάνει τα κόκαλά μου)
- Έλα μάνα πάρε αυτό. Είναι πολύ καλό αναβράζον, λέει η κόρη.

Το πήρε η γριά Κατίγκω, κατευθύνεται στη κουζίνα και φωνάζει στη κόρη της:

- Δημητρούλα ζεστό να το πιω ή να το αφήσω να κρυώσει;
- Ποιο ρε μάνα;
- Αυτό το βράζον που μου έδωσες.

Η αγαθή γιαγιά είχε βάλει στο μπρίκι το παυσίπονο με νερό και το έβρασε, αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε να το πιει ζεστό ή κρύο.

καταγραφή: Σωτηρία Γ. Σύρμα

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License