Ιστορίες της ελιάς

Νοέμβριος του 1971

Μήνας που πρέπει να μαζωχτούν οι ελιές. Ετοιμασίες: λιόπανα, χτένια, κοφίνια, τσουβάλια και φυσικά χέρια εργατικά.
Οικογένειες από τα χωριά της Ευρυτανίας και της Καρδίτσας κατασκηνώνουν στο χωριό για να εξασφαλίσουν το λάδι της χρονιάς.
Τόπος διαμονής το γαλατάδικο. Όταν έκλεινες εργάτες, ουσιαστικά είχες όλη την οικογένεια. Δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τάϊσμα μεσημέρι – βράδυ.
Εδώ αρχίζει και η ιστορία μας.
Ο μπάρμπα Μήτσος, 55 χρόνια είχε πάνω του, αφέντης γερός του χωριού, φημίζεται για τα ξεστρατίσματά του. Η θεια Σοφιά κάτι έχει καταλάβει, κάτι τις έχουν μεταφέρει οι κουτσομπόλες του χωριού, Μαριώ και Τούλια, αλλά απόδειξη δεν έχει. Άσε που φοβάται και το Μήτσο της.
Αραιά και που έπεφτε και καμιά στο σβέρκο για να θυμάται ότι έχει άντρα.
Αυτός ο Νοέμβριος του 1971 είχε κάτι διαφορετικό.
Ήρθαν οι εργάτες και μαζί τους ήρθε η άνοιξη. Ήρθε η Λαμπρινή, 24 ετών και φεργάδα. Έλαμψε ο τόπος και έγινε συνωστισμός στην είσοδο του γαλατάδικου, για το που θα δουλέψει η Λαμπρινή και οι γονείς της.
Κάτι πήρε το αυτί του μπάρμπα Μήτσου στο καφενέ, αλλά όπως πάντα ήταν δύσπιστος και έπρεπε να δει με τα μάτια του.
Ξεκινάει λοιπόν βράδυ αργά και χτυπάει τη πόρτα του γαλατάδικου. Ανοίγει ο κυρ Βασίλης, γνωστός χρόνια στο χωριό.
- Ήρθα για εργάτες, του λέει ο Μήτσος
- Μα αφού έχεις τους περσινούς, του απαντά ο Βασίλης.
- Θέλω κι’ άλλους, λέει με ύφος επιτακτικό ο Μήτσος.

Ο κυρ Βασίλης κατάλαβε τι έφερε εδώ τον μπάρμπα και για τον πιλατέψει του λέει πως δεν έχει άλλους διαθέσιμους.
Ο Μήτσος θυμώνει και μπαίνει στο ψητό:
Θέλω νέους εργάτες. Μου είπαν πως έχει έρθει μια νια.
Έχει κλείσει αλλού μπάρμπα. Δεν μπορώ να τους γελάσω.
Τη θέλω του λέει ο Μήτσος και του δίνει 300 δραχμές.
Γούρλωσε τα μάτια ο κυρ Βασίλης. Πέντε τα είχε τα κουτσούβελα. Αρπάζει τις 300 και η Λαμπρινή την άλλη μέρα μαζί με τους γονιούς της, στη δούλεψη του μπάρμπα Μήτσου.
Η θεια Σοφιά, δεν έδωσε σημασία. Καλή χρονιά είναι. Εργάτες χρειαζόμαστε.
Όταν όμως ο μπάρμπα Μήτσος αντίκρισε τη Λαμπρινή και άκουσε αυτό το κελαριστό: Καλμέρα, τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Μάργωσε. Είχε χρόνια να θυμηθεί τέτοιο ρυθμό στους κτύπους της καρδιά του. Δόλιες σκέψεις τον κυρίεψαν, αλλά επικράτησε η λογική. Μπάχου Μήτσο, κιο για σιουμ βόγκλ(κρατήσου Μήτσο, είναι πολύ μικρή), συλλογίστηκε.
Όταν ανέβηκε στο τρίποδο και κούνησε τα πισινά της, ζουρλάθηκε. Δεν μπορούσε να ελέγξει τις κινήσεις του.
Ποιος; Αυτός που είχε βατέψει γυναίκες και γυναίκες.
Όσο έβλεπε τη Λαμπρινή να κινείται, τόσο άναβε.
Η μάνα της κάτι πήρε χαμπάρι, αλλά δεν έδωσε σημασία. Η Λαμπρινή όμως κατάλαβε τη κάψα του και το εκμεταλλεύθηκε.
Άντε να σου βρούμε ένα καλό παιδί από το χωριό μας, έλεγε ο μπάρμπα Μήτσος.
Άμα είναι να φύγω από τη Καρδίτσα και μεσήλικα παίρνω, απαντούσε η αυτή.
Ο μπάρμπα Μήτσος δεν άντεξε. Εκεί που η Λαμπρινή έκανε χαμάδα( μάζευε τις πεσμένες ελιές), έρχεται δίπλα της και την ακουμπάει …κατά λάθος με το πόδι του.
Η μικρή αντί να τιναχθεί, χαμογελάει και του λέει: Μπάρμπα Μήτσο μη με ακουμπάς, γιατί φουντώνω και έχω τις ανάγκες μου. Γναικα είμαι και γω. Ξεράθηκε ο μπάρμπας. Το μόνο που δεν περίμενε να ακούσει. Αλλά η εμπειρία του και η κάψα του τις λένε: Λαμπρινή, ένα βράδυ στην αγκαλιά μου και θα σε κάνω χρυσή.
Γέλασε η μικρή και του λέει θα το σκεφτώ.
Ποιος τον πιάνει τώρα τον μπάρμπα. Που τον χάνεις, που τον βρίσκεις στο ίδιο δεντρί με τη μικρή.
Βλέπει σε κάποια στιγμή την όμορφη να πηγαίνει για την ανάγκη της και την ακολουθεί.
Δεν αντέχει άλλο. Πιστεύει πως η μικρή τον γουστάρει.
Της την πέφτει, αλλά για κακή του τύχη αυτή βάζει τις φωνές.
Παρατάνε τη δουλειά η μάνα της και η θεια Σοφιά και τρέχουν να δουν τι έπαθε το κορίτσι.
Βλέπουν εκεί τον μπάρμπα Μήτσο και μένουν αγάλματα. Η μόνη που δεν τάχασε ήταν η μικρή, που μόλις τις βλέπει, λέει: Αχ μάνα, τρόμαξα. Μη φάνκε πως πέρασε ένας πουντικός. Ευτυχώς έτριξε κιου μπάρμπας.
Πόσα εγκεφαλικά έπαθε ο μπάρμπας εκείνη τη στιγμή κανείς δεν έμαθε, αν και από εγκεφαλικό πήγε μετά από χρόνια.
Η θεια Σοφιά δαγκώθηκε. Αλλά δεν είπε τίποτα, γιατί φοβήθηκε το ξύλο.
Εκείνη τη χρονιά το λάδι πολύ, αλλά τα κέρδη λίγα για την οικογένεια του μπάρμπα Μήτσου.

Η Λαμπρινή όμως, γύρισε στο χωριό της έχοντας ετοιμάσει σε δέκα μέρες τη μισή τουλάχιστον προίκα της, ως αντάλλαγμα για τη σιωπή της.
Και σε αυτό συνέβαλε ο μπάρμπα Μήτσος.

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License