Δρόμος προς την εθνεγερσία του Δημήτρη Καλλιέρη (2006)

Απόσπασμα που αφορα στη μάχη στη Λιάτανη

Ο Ομέρ Βρυώνης ξεκίνησε να καταστείλει την επανάσταση στην Εύβοια και την Αττική. Έφτασε στην Χαλκίδα τη 14η Ιουλίου και την επομένη με 2.000 στρατό και με τους ντόπιους Τούρκους της Χαλκίδος, με ιππικό και τηλεβόλα κατευθύνθηκε στα Βρυσάκια. Εκεί ο έμπειρος και γενναίος Αγγελής Γοβγίνας ―είχε υπηρετήσει στον Αλή Πασά πριν την επανάσταση και διακρίθηκε στη Γραβιά έχοντας ακολουθήσει τον Οδυσσέα― είχε οργανώσει συστηματικά το στρατόπεδο. Όταν αντιλήφθηκε τους Τούρκους, κράτησε στο οχύρωμα 300 τους πιο διαλεχτούς και έβαλε τους υπαρχηγούς του Κώστα και Μπαλαλά σε επίκαιρες θέσεις. Ο Αλέξανδρος Κριεζής βοηθούσε από τη θάλασσα. Ύστερα από επτάωρη μάχη και τρεις αποτυχημένες εφόδους με σοβαρές απώλειες των Τούρκων, ο Ομέρ Βρυώνης, θεωρώντας τις δυνάμεις του ανεπαρκείς, διέταξε την επιστροφή στην Χαλκίδα, που μεταβλήθηκε σε φυγή. Ήταν μια νίκη που οφείλετο στην προσωπικότητα και τις στρατηγικές ικανότητες του Αγγελή Γοβγίνα. Στα Βρυσάκια πρωτοεμφανίστηκε και διακρίθηκε ο Νικόλαος Κριεζώτης. Ο Ομέρ Βρυώνης επείγετο να φτάσει στην Αττική σε βοήθεια του κινδυνεύοντος φρουρίου και τις επόμενες ημέρες εγκατέλειψε την Χαλκίδα.

Την 29η Ιουνίου έφτασε στον Πειραιά, όπου κατέβηκαν και τον υποδέχτηκαν πολίτες και στρατεύματα και τον συνόδεψαν στην Αθήνα, ο Λιβέριος Λιμπερόπουλος. Ο Ψύλλας περιγράφει στα «Απομνημονεύματά» του πώς ένας αξιωματικός του πλοίου «Αθηνά» του ζήτησε να περάσει στο πλοίο γιατί τον ζητούσε ο αρχηγός που μόλις είχε φτάσει από την Πελοπόννησο κι όταν απορημένος πέρασε στο πλοίο είδε ότι ο αρχηγός ήταν ένας συμμαθητής του που τον είχε γνωρίσει στην Ευρώπη. Δυο ημέρες μετά συγκάλεσε γενική συνέλευση του λαού και εκλέχτηκαν στο μέγαρο της Επισκοπής τα μέλη της πενταμελούς Εφορείας. Ο τρόπος εκλογής χαρακτηριστικός89. Πάλι οι ίδιοι. Άλλαξε ο Μανωλιός.

Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν προ των πυλών και χρειαζόταν αρχηγός με προσωπικό κύρος ικανός να ενεργήσει ραγδαία και ο Λιβερόπουλος εκτός από το κύρος που του έδινε ο διορισμός, την επιβλητική στολή του αξιωματικού του Ιερού Λόχου και τις καλές προθέσεις δεν είχε άλλα προσόντα. Το μόνο που κατόρθωσε, συνεχίζει ο Κόκκινος, ήταν που αποσόβησε μία άσκοπη αιματοχυσία όταν εμπόδισε τους εξαγριωμένους Αθηναίους να αποσπάσουν τα γυναικόπαιδα των Τούρκων που είχαν καταφύγει στο Αυστριακό προξενείο. Αντίθετα ο Σουρμελής όλα τα δέχτηκε ρόδινα γράφοντας ότι «εξουσίασε με δραστηριότητα και με ζήλο μέχρι της συστάσεως του Αρείου Πάγου».

Την 20η Ιουλίου ο Ομέρ Βρυώνης στρατοπέδευε στα Πατήσια και έπαιρνε την Αθήνα χωρίς να είχε ρίξει ντουφεκιά. Οι Αθηναίοι όταν έμαθαν πως ερχόταν ο νικητής της Λιβαδειάς γύρεψαν τη σωτηρία τους στη φυγή (Φωτιάδης ΙΙ σ.81). Μπήκε ανενόχλητα στην έρημη Αθήνα (Έφη Αλαμανή, οπ.π. Β’ σελ.152). Όταν μαθεύτηκε ότι ο εχθρός εξεστράτευσε στην Αθήνα: Οι Υδραίοι μετέφεραν το κανόνι του Μουσείου στο πλοίο και δεν είχαν διάθεση να αντισταθούν κι όταν η αντίσταση στη Λιάτανη δεν έφερε αποτέλεσμα πήραν και οι Αιγινήτες το κανόνι τους και έφυγαν (Τρικούπης Β’ 12-13). Από τη Λιάτανη, σημειώνει ο Ψύλλας έγραφαν να εκστρατεύσουν εκεί και Αθηναίοι γιατί μόνο χωρικοί στρατιώτες και Σαλαμίνιοι ήσαν εκεί ενώ οι πολίτες έμεναν στα σπίτια τους και στις ανέσεις τους και η απάντηση ήταν οι περισσότεροι δεν είχαν όπλα. Κι όταν ο Ψύλλας πρότεινε να γίνει έρανος για αγορά όπλων ο Ν. Καρόρης του ψέλισε φιλικά. «Μην αρπάζεσαι από τον ενθουσιασμό σου, οι περισσότεροι ενώ έχουν πολλά, σιωπούν και δεν συνεισφέρουν οβολό» (Απομνημονεύματα σελ. 58-59).

Ο Origone γράφει στο ημερολόγιό του ότι την 30η Ιουνίου (12 Ιουλίου με το νέο ημερολόγιο) οι Χασιώτες και οι Σαλαμίνιοι με τον καπετάν Μελέτη έφυγαν για τη Θήβα. Ο Τρικούπης ομολογεί την εξουσία που ασκούσε ο Υψηλάντης εκτός Πελοποννήσου τονίζοντας ότι ο Χατζή-Μελέτης που απειλούσε πριν λίγες ημέρες «άμα έλαβε την διαταγήν του Λιβερίου, εξεστράτευσε ευπειθέστατος προς αντίκρουσιν του προς την Αττικήν προχωρούντος εχθρού91». Για την 9η Ιουλίου γράφει πάλι ο Origone: «Όλη η πόλη είναι άνω-κάτω, διότι η υδραίικη γολέτα που κλείνει το λιμάνι των Αθηνών θα σαλπάρει για τη Χαλκίδα. Ο καπετάν Μελέτης est venu des frontières pour chercher de vivres et munitions, (δηλαδή ήρθε από τα σύνορα ―εννοώντας της Αττικής― να ζητήσει τρόφιμα και πολεμοφόδια)».

Τη 17η Ιουλίου στη Λιάτανη προσπάθησαν αλλά δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τον εχθρό που υπερτερούσε σε δυνάμεις δύο χιλιάδες και ιππικό και καλά εξοπλισμένοι, ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη και τον ακολουθούσε ο Ομέρ Μπέης, ενώ οι Έλληνες δεν υπερέβαιναν τους επτακόσιους. Ο Κόκκινος υποστηρίζει ότι η αποστολή των επτακοσίων ανδρών προς αναχαίτιση του εχθρού στο Λιάτανι της Τανάγρας ήταν άσκοπη γιατί δεν υπήρχαν στενά προς συγκράτηση του υπέρτερου στρατού του Ομέρ Βρυώνη. Αντίθετα ψέγει τους πολιορκούντες την Ακρόπολη που αντί να προπαρασκευασθούν για την απόκρουση του εχθρού που ερχόταν από την πεδιάδα και δεν διέθετε δύναμη κατά πολύ υπερτερούσα τη συνολική των Ελλήνων που ήσαν στην Αθήνα, δεν σκέφτηκαν παρά μόνο τη λύση της πολιορκίας και τη φυγή. Πολλοί από τον άμαχο πληθυσμό, οι ένοπλοι Αθηναίοι με τον Λιβερόπουλο και οι νησιώτες κατέφυγαν στην Αίγινα και τη Σαλαμίνα ενώ οι χωρικοί γύρισαν στα χωριά τους. Τη 19η Ιουλίου η Αθήνα ήταν άδεια. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν πίστευε ότι ο ελληνικός στρατός, που είχε πληροφορίες για το ποσό του, είχε φύγει. Φοβήθηκε ενέδρα.

Πού πήγαν οι τόσοι καπεταναίοι καθώς και το παρασκήνιό τους που ζητούσαν την εξίσωση με τον καπετάν Μελέτη; Στην εμφάνιση του εχθρού αυτόν με τους δικούς του έστειλαν να προτάξουν τα στήθη. Ο Σουρμελής δεν τον αναφέρει καθόλου. Γράφει για τον Λουκά Νίκα ότι είχε σταλεί με κάποιους στρατιώτες στη Βοιωτία κι ότι όταν ο εχθρός κατευθυνόταν στην Αθήνα διαιρέθηκαν σε δύο σώματα χωρίς να αναφέρει τους Χασιώτες και τους Κουλουριώτες με τον καπετάν Μελέτη. Υπάρχει όμως μορφωμένος Αθηναίος, νοτάριος, ο Ιωάννης Λαγάνης που εμπνεύστηκε να γράψει ως ποιητής την ιστορία της Επανάστασης. Είναι αρκετά αποκαλυπτικός και δεν εκφράζει μόνο τα δικά του συναισθήματα αλλά και τις σκέψεις και τις επιδιώξεις της άρχουσας μερίδος των Αθηναίων κατά του χωρικού καπετάνιου.
Να πώς περιγράφει ο ποιητής τη μάχη στη Λιάτανη.

Και ήρθαν ως το Λιάτανι με τον Βρυώνη,
εκοιμηθήκανε εκεί, ώστε που ξημερώνει.
Είχανε και οι Αθηνοί ντεσκερέ τους σταλμένα,
εκεί επολεμήσανε καλά ανδρειωμένα·
εκεί τους εβαστάξανε, εσκότωσαν καμπόσους
αν με ρωτάτε να σας ειπώ έως εξήντα τόσους·
κείνοι που τους πολέμησαν ήτονε οι Χασιώτες
και της Αθήνας τα χωριά μαζί κι οι Κουλουριώτες.

Έτσι τον εμπνέει η Μούσα του, στίχοι 169-176 όπου ξαφνικά θυμάται τον καπετάνιο κι όλα τα πάρα πάνω πετιώνται για να χύσει ξαφνικά όλη τη χολή και όλη την προπαγάνδα.

Δύο χιλιάδες ήτονε απ’ τους αντιδικούς μας
και επτακόσιοι ήτονε από τους εδικούς μας
και αν ηθέλανε σταθούν να τους επολεμήσουν
σίγουρα, βεβαιότατα, οπίσω θα γυρίσουν,
καθώς το είπε ο ίδιος πασιάς Ομερβρυώνης
εις της Αθήνας προεστούς· και μη πολυξαμώνεις
Μελέτη πρωτοκάθεδρε, και πάεις ν’ αλωνίσης
τ’ αλώνια εις το Σιάλεσι και να τα δεκατίσης
και επήρες το ασκέριον και όλους τους Χασιώτες
και βλέποντας εσένανε φύγαν κι οι Κουλουριώτες.
Ετότες ηύρεν ο εχθρός άδεια και περνάει
και της Αθήνας τα χωριά βάνει φωτιά τα κάϊ.
Και ύστερα εκίνησε και ήρθεν στην Αθήνα
κι εσκόρπισε όλος ο λαός, πήγε στη Σαλαμίνα

κ.λ.π.
Στίχοι 181-194.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι έχουμε μπροστά μας δύο αντιφατικές ενότητες. Στην πρώτη διαβεβαιώνει ο ποιητής ότι καθηλώθηκε το ασκέρι του Ομέρ Βρυώνη που ως γεγονός μόνο στη φαντασία του ποιητή επαληθεύεται.
Ακολουθεί η προέλευση του ελληνικού σώματος και είναι η μοναδική πληροφορία που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Χασιώτες, χωριάτες, Κουλουριώτες. Η δεύτερη ενότητα έχει τη σκοπιμότητά της: Για όλα φταίει ο καπετάν Μελέτης. Είχε τη δυνατότητα να υποχρεώσει τον Ομέρ Βρυώνη να υποχωρήσει αλλά άλλαξε ξαφνικά γνώμη και εγκατέλειψε τη μάχη. Θυμήθηκε να αλωνίσει και να δεκατίσει.
Πού; Στο Σιάλεσι, στον Αυλώνα, πάνω στο διάβα του Ομέρ Βρυώνη προς την Αθήνα ούτε δυο ώρες απόσταση από τη Λιάτανη. Μας εξάπτει κι εμάς τη φαντασία να αναπλάσουμε τη σκηνή. Έστησε αλώνια, πέταξε τα όπλα, δίπλα περνούσε ο Ομέρ Βρυώνης με το ασκέρι και τον χαιρετούσε: Γειά χαρά, γειά χαρά. Τι κρίμα που φοβήθηκαν οι Αθηναίοι και τρέξανε στα νησιά! Όμως η προσπάθεια να αμαυρώσουν την εικόνα του καπετάνιου δεν προέρχεται από ένα νοτάριο.
Είναι ενορχηστρωμένη και θα φανεί όσο θα αναλύουμε τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν.

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License