Λαογραφικά στοιχεία του τόπου μας.
Κατοικία
Τα πρώτα σπίτια του χωριού εμφανίζονται παραλληλόγραμμα(μακρόστενα): μακρυνάρια.
Η είσοδός τους συναντάται στην μεγάλη πλευρά.
Το σπίτι χωριζόταν σε δωμάτια, αλλά μετρούσαν με γνώμονα τον αριθμό των κουφωμάτων.
Κούφωμα ήταν ο χώρος μέσα στο πλατυμέτωπο τούτο κτίριο που είχε διαστάσεις 2.5 μέτρα μήκος και 5 μέτρα πλάτος. Ένας καλός γεωργός έπρεπε να είχε μέχρι 8 κουφώματα. Δηλαδή το σπίτι του θα είχε μήκος 20 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα.
Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για το κτίσιμο ήταν χώμα και πέτρα. Το δωμάτιό όπου διέμενε η οικογένεια επιχρίεται (σοβατίζεται) με άμμο και ασβέστη. Η στέγη είναι αμφικλινής, σκεπασμένη με κεραμίδια. Εσωτερικά, ανά ένα κούφωμα, ανά 2.5 δηλαδή μέτρα, φέρει ένα σταύρωμα (χοντρό σανίδι που στηρίζεται πάνω στους δύο μακριούς τοίχους. Οι δύο απέναντι τοίχοι , των στενών πλευρών υπερέχουν κατά ένα τρίγωνο( αετωματική). Επάνω στις δύο κορυφές, στο ισόπλευρο αυτό τρίγωνο, στερεώνονται τα άκρα ενός (ή περισσοτέρων ενωμένων) χοντρού σανιδιού που λέγεται 'κορφιασμ'. Αυτό είναι τοποθετημένο σε σχήμα σταυρού προς το σταύρωμα.
Ανάμεσα στο κορφιασμ και στους εκατέρωθεν τοίχους μεσολαβούν άλλα λεπτότερα καδρόνια παράλληλα προς το κεντρικό, τα λεγόμενα παΐδια σε απόσταση ενός περίπου μέτρου το ένα από το άλλο. Αυτός είναι ο σκελετός της στέγης. Ανάμεσα στα παΐδια υπάρχουν σανίδια πλάτους 0.20 μ. περίπου, τα άκρα των οποίων στηρίζονται στους τοίχους που στηρίζεται το σταύρωμα, στο κορφιασμ και στα παΐδια. Είναι 2 σειρές των σανιδιών αυτών, δεξιά και αριστερά του κορφιασμ, που ενώνονται πάνω σ' αυτό σχηματίζοντας μια δίεδρη αμβλεία γωνία και δίνοντας το αμφικλινές σχήμα στη σκεπή.
Από τα άκρα του σταυρώματος ξεκινούν δύο καδρόνια κατευθυνόμενα προς το κορφιασμ, όπου και ενώνονται σχηματίζοντας γωνία και συγκρατούν κατά κάποιο τρόπο όλη τη στέγη. Τα δύο αυτά σανίδια ονομάζονται ψαλίδια ή 'γκρσιερτζ'. Επάνω στα σανίδια στηρίζονται τα κεραμίδια με την ίδια διεύθυνση με τα σανίδια.
Οι φτωχότερες οικογένειες δεν είχαν στα σπίτια τους σανίδια στην σκεπή, αλλά ξύλα μακριά που έκοβαν από τα πεύκα μόνοι τους, τα λεγόμενα 'στροπίνες'. Τα τοποθετούν στη θέση των σανιδιών κοντά - κοντά το ένα με το άλλο, δηλαδή σε απόσταση 15 περίπου εκατοστά, όσο χρειάζεται να στηριχθούν το ένα κεραμίδι με το άλλο.
Το δωμάτιο της οικογένειας ήταν στην αρχή του μακρόστενου κτιρίου, στο 'κεφάλι' του.
Αποτελείται από δύο κουφώματα, έχει δηλαδή διαστάσεις 5Χ5. Είναι στρωμένο με κουρασάνι(τριμμένο κεραμίδι) και ψηλότερο κατά ένα σκαλί από το επόμενο δωμάτιο που αποτελεί τον στάβλο, χωρίς όμως να έχουν χωρισθεί με τοίχο. Διαθέτει την ίδια πόρτα με το στάβλο και ένα μικρό παράθυρο. Γι' αυτό ανάβουν το λύχνο και την ημέρα.
Στη μέση του στενού τοίχου συναντάμε το τζάκι. Το τζάκι είναι κουφωμένο μέσα στον τοίχο με πλάτος 70 πόντους. Πολλές φορές πάνω από το στάβλο φτιάχνουν ένα στράτη με ξύλα και βάζουν επάνω τα σανά. Το στράτη το ονόμαζουν 'Μπιότσκα'.
Πολύ αργότερα φτιάχνουν τους πύργους. Το ισόγειο ή υπόγειο χρησιμοποιείται ως αποθήκη και στάβλος και ο πρώτος όροφος, δωμάτιο της οικογένειας. Eνα μεγάλο δωμάτιο, χωρίς καμιά εσωτερική διαρρύθμιση, με 3 πόρτες και 6 παράθυρα συνήθως.
Τα παράθυρα είναι μεγάλα με εσωτερικά παραθυρόφυλλα μόνο, χωρίς τζάμια από μέσα. Το χώρισμα είναι πάτωμα με σανίδια και διαθέτει καταρράκτη δηλαδή σε μια γωνία ένα άνοιγμα όσο χωράει να περνάει ένας άνθρωπος. Από εδώ κατεβαίνουν με σκάλα στο υπόγειο συνήθως τη νύκτα για να μη βγούνε έξω.
Το σπίτι μέσα είναι εντελώς άδειο. Εχει ένα σοφρά (πολύ χαμηλό στρογγυλό τραπέζι), που χρησιμοποιούν για φαγητό και μετά το τοποθετούν σε μια άκρη. Τα θρόνια (απλά ξύλινα καθίσματα πολύ χαμηλά), που τα βάζουν γύρω στο τζάκι, δύο μπαούλα όπου βάζουν το ρουχισμό οι γυναίκες.
Οι γυναίκες έχουν μεγάλο ρουχισμό: 10 πονόβες ( χονδρές μάλλινες κουβέρτες), δύο ή και περισσότερες ανδρομίδες ( είδος κουβερτών), δύο 'πλιάφχια' (σαν τα σημερινά φλοκάτια), μαξιλαροθήκες που τις ονομάζουν μαξιλαρομάνες (πολύ μεγάλα μαξιλάρια), γιατί σε μια μαξιλαρομάνα θα κοιμάται όλη η οικογένεια. Κρεβάτια δεν υπάρχαν. Στρώνουν στο πάτωμα, στη γωνία για όλα τα μέλη της οικογένειας. Για χαλιά χρησιμοποιούν ψάθες.
Διαθέτουν ακόμη σαράντα περίπου σεντόνια υφαντά και κεντημένα τζακόπανα που καλύπτουν στο τζάκι. Αργότερα βέβαια που το κάθε σπίτι έχει τα απαραίτητα έπιπλα: τραπέζι, κρεβάτι, καρέκλες, κεντούν και στόρια, τραπεζομάντιλα, πάντες που τοποθετούν πάνω από το κρεβάτι στο τοίχο, μαξιλάρια, πετσέτες, πετσετοθήκες.
Εκτός από αυτά διαθέτουν αρκετά υφαντά για ντύσιμο.
Ενδυση-Καλλωπισμός
Τα παλιά χρόνια το ντύσιμο ήταν πολύπλοκο και απαιτούσε πολύ χρόνο, εφόσον τα περισσότερα τα ύφαιναν και τα κεντούσαν οι ίδιες οι νοικοκυρές.
Ντύσιμο Αντρών - Επίσημη ενδυμασία
- Άσπρο πουκάμισο κάτι ανάλογο προς το σημερινό.
- Το τζάκο σαν γιλέκο με δυο μανίκια ενωμένα μόνο στην πλάτη και τα ρίχνανε πίσω χωρίς να τα περνούν στα χέρια τους. Είχε χρώμα μπλε με κέντημα πράσινο.
- Η φουστανέλα. Η μεγάλη η γαμπριάτικη είχε 360 φύλλα στενά επάνω και φαρδιά κάτω ενωμένα σε μια ζώνη με πιέτες. Αποτελείται από δύο κομμάτια. Το εμπρός και το πίσω ενωμένα στα δύο πλάγια με κόμσες στη ζώνη και τα 2 μεγάλα φύλλα μεταξύ τους με κουμπιά. Την φουστανέλα την έραβε η νύφη.
- Τα τίρκια. (Κάλτσες) Μπλε ή άσπρα τα δένανε στο γόνατο με δυο κορδόνια, τα λεγόμενα γονατάρια και είχαν μια φούντα στο πλάι. Τα τίρκια ήταν υφαντά και τα έστελναν στα μαντάμια (νεροτριβή) για να μπάσουν.
- Οι πίγκες, τα παπούτσια τους (μέχρι το 1967 τα προτιμούν οι πολύ γέροι) με μια μαύρη φούντα.
Καθημερινή ενδυμασία αντρών
- φέσι μαύρο χωρίς φούντα, ενώ το επίσημο ήταν κόκκινο με μαύρη φούντα. Αργότερα φορούσαν τραγιάσκες.
- φανέλα και παντελόνι υφαντό μαύρο.
Επίσημη ενδυμασία γυναικών (Νυφιάτικα)
- Η μπόλια: Μαντήλι μεταξωτό άσπρο που δεν το έδεναν, αλλά το σταύρωναν στο δεξί ώμο, το ένα φύλλο μπροστά και το άλλο πίσω.
- Το φούντι: Πουκάμισο άσπρο υφαντό, φαρδύ που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο και φέρει κέντημα στο κάτω μέρος. Το νυφιάτικο φούντι το έλεγαν Βεζύρη. Το κέντημά του ήταν μια πιθαμή. Παρίστανε τέσσερα κυπαρισσάκια, δύο μεγάλα στην άκρη και δύο μικρά στη μέση με συνεχή επανάληψη τούτων γύρω - γύρω στο φούντι. Εξη μήνες λένε ότι κεντούσαν το Βεζύρη οι κοπέλες. Στο κέντημα κυριαρχούσε το μαύρο. Είχε όμως και λίγα κλαράκια κόκκινα και πράσινα. Στα καθημερινά φούντια το κέντημα ήταν στενότερο και απλούστερο. Ανάλογα δε με το κέντημα έφερε διάφορα ονόματα, όπως Βοιδομάτι 'Φρτζεσι', 'ρουτουλα' κλπ. Το φούντι ήταν μπροστά ανοικτό μέχρι την μέση και έχει ένα μόνο κουμπί στο λαιμό.
- Η σιγκούνα: Ζακέτα αμάνικη, χονδρή άσπρη υφαντή, χωρίς να κουμπώνει μπροστά, έχοντας απόσταση το ένα εμπρόσθιο φύλλο από το άλλο περίπου μια πιθαμή. Είχε κέντημα μαύρο στο κάτω μέρος, στις μόστρες και στους ώμους. Κάτω από τη σιγκούνα φορούσαν το διμίτι σαν ζακέτα. Επίσης με μανίκια εφαρμοστά μέχρι τον αγκώνα και στο κάτω μέρος ανοικτά (στο τύπο της καμπάνας).
- Το διμίτι: Εφαρμοστό πάνω στο σώμα, σε χρώμα καφέ, μπεζ, κόκκινο σε λεπτό μεταξωτό ύφασμα. Το διμίτι ήταν κοντό μέχρι την μέση. Είχε ζώνη και κούμπωνε με 2 κόμσες. Μπροστά στο στήθος όμως δεν κούμπωνε. Η δε σιγκούνα αντιθέτως προς το διμίτι ήταν μακριά, φθάνοντας λίγο πιο πάνω από το γόνατο.
- Τραχιλιά: Ένα κομμάτι μακρόστενο ύφασμα με κέντημα το ίδιο με το διμίτι. Το έδεναν στο λαιμό με μια λεπτή κορδέλα που είχε στο επάνω μέρος η τραχιλιά. Αυτή την φορούσαν μέσα από την σιγκούνα, αλλά φαινότανε, καθώς η σιγκούνα ήταν ανοικτή μπροστά.
- Ποδιά: Την φορούσαν από πάνω από την σιγκούνα. Ήταν κεντημένη άλλοτε με χρυσή κλωστή και άλλοτε με ταμτέλιες (δαντέλες). Αργότερα απλοποίησαν το νυφικό τους φόρεμα. Αντί φούντι φορούσαν πουκάμισο, φούστα άσπρη μεταξωτή μακριά με κέντημα από άσπρες χάντρες στο κάτω μέρος. Αντί διμίτι, μία μπλούζα βελούδινη σε διάφορα χρώματα που κούμπωνε πίσω με κέντημα από χάνδρες μπροστά και στα μανίκια. Λεγόταν πουκαμισάκι. Από πάνω φορούσαν τη σιγκούνα και μετά την ποδιά βελούδινη κεντημένη, στο ίδιο χρώμα με το πουκαμισάκι.
Χτένισμα
Το χτένισμα τους ήταν απλό. Δύο κοτσίδες πίσω που τις ένωναν στο κάτω μέρος με ένα φιόγκο άσπρο. Μπροστά έκαναν μπούκλες, τα λεγόμενα πιτάκια που τα αραίωναν με λιωμένη ζάχαρη. Πολλές φορές έβαζαν και ελιές στο πρόσωπό τους με καμένο ξύλο δάφνης.
Χρυσαφικά
Τα χρυσαφικά δεν ακολουθούν τη σημερινή λογική του μονόπετρου. Τα έκανε δώρο ο γαμπρός στη νύφη. Είχαν σκουλαρίκια πολύ μεγάλα. Καρδιά, κάτι ανάλογο προς το σημερινό μενταγιόν. Πολλές φορές η καρδιά είχε θήκη και μέσα συνήθιζαν να βάζουν τη φωτογραφία του αγαπημένου. Τα γκιρντάνια, αλυσίδα χρυσή φαρδιά κάτω από την καρδιά που οι άκρες στερεωνόντουσαν στους ώμους της σιγκούνας. Η αλυσίδα αυτή αποτελείται από 3 σειρές από μικρά τάλαρα. Αργότερα αντί γκιρντάνια είχαν δυο σειρές από φλωριά που άρχιζαν από τους ώμους κα έφθαναν τη μέση διασταυρούμενα.
Καθημερινή ένδυση γυναικών
Καθημερινά οι γυναίκες φορούσαν αντί της μπόλιας ένα μαντήλι άσπρο ή λαδί και από μέσα ένα τσεμπέρι με το οποίο έσφιγγαν το κεφάλι τους. Στη θέση του φουντιού φορούσαν άσπρο πουκάμισο χωρίς κέντημα και σιγκούνα.
Οι γριές φορούσαν σκούρο πουκάμισο και σιγκούνα μαύρη που την έλεγαν κοζιόκα(κόζιακα) και μια απλή ποδιά. Πολύ αργότερα και μέχρι το 1970, οι γριές φορούν μια πόλκα σε τύπο ζακέτας, μια φούστα φαρδιά υφαντή, το μισοφόρι, όπως το λένε. Το ύφασμα της ποδιάς είναι ίδιο με την πόλκα και μαντήλι λαδί.
Γεωργία
Οι ονομασίες των χωραφιών ποικίλουν ανάλογα με το χώμα τους και τη θέση που βρίσκονται:
- Παχιά: Τα καλά χωράφια.
- Bαρικά: Αυτά με άφθονο καλό χώμα χωρίς πέτρες.
- Πινιγούρες: Αυτά που βγάζουν το χειμώνα νερό, δηλαδή τα βαλτώδη. Αυτά πρέπει να σπαρθούνε πριν 'σφίξει' ο Χειμώνας, περίπου 1 - 15 Νοεμβρίου.
- Πετρώδη: Ψιλοχώραφα, αδύνατα χωράφια.
- Καψούρες ή αλλιώς 'ντρασόνες', χωράφια που έχουν πολύ λίγο χώμα και στο εσωτερικό σκληρά πετρώδη χώματα σαν βράχο, με λίγο χώμα από πάνω (15 περίπου πόντους). Σπέρνονται πολύ νωρίς Σεπτέμβρη με Οκτώβρη για να φυτρώσουν πριν έλθει ο γερός Χειμώνας.
- Πλαγιαστά ή 'μπρίνιες': Aδύνατα και πλάγια κακοχώραφα. Σε αυτά ο αγρότης κάνει ξερότοιχους ανά 15 μέτρα περίπου.
- Xέρσα: Αυτά που έμειναν το λιγότερο ένα χρόνο άσπαρτα ζευγαρίζονται το Γεννάρη, το πρώτο χέρι.
Μια παροιμία αναφέρει: Τόργωσες το Γενάρη το στάρι τόχεις μεσ' σταμπάρι. (οργκομ ανοιξιατε, γκρουρτ εκε ν αμπαρε).
Ο Μάρτης ήταν ο μήνας της σποράς ρεβιθιών. Το 2ο αλέτρι για κει που θα σπαρθεί στάρι πρέπει να γίνει από το τέλος του Μάη. Εάν δεν προλάβουν μπορεί το 2ο αλέτρι να το κάνουν και τον Αύγουστο. Για κριθάρι πρέπει να οργωθεί για 2η φορά Απρίλη με Μάη. Το κάψιμο της καλαμιάς και των άλλων θάμνων(λιοφάτες, σκήνα, βάτοι, τα οποία πρώτα κόβουν και μετά κάνουν σωρούς) θα γίνει το Σεπτέμβρη. Μόνον αν υπάρξει ανάγκη π.χ. φύτεμα πατάτας, τότε τα καίνε τον Ιούλιο.
Όταν αλωνίσει ο γεωργός, θα χωρίσει το σπόρο από το στάρι της χρονιάς και το υπόλοιπο το πουλάει.
Στις 14 Σεπτεμβρίου παίρνει ο γεωργός ένα μαντήλι. Μέσα έχει βάλει κριθάρι και στάρι και το πηγαίνει στην εκκλησία για να ευλογηθεί. Κατόπιν το ρίχνει μέσα σε ένα τσουβάλι και με αυτό αρχίζει τη σπορά. Το στάρι της σποράς, μια μέρα πριν τη σπορά, ο γεωργός θα το ραντίσει με ένα φάρμακο, την δαβλιτίνη (για να μη βγάλει το χωράφι δαβλίτι που καταστρέφει το στάρι). Παλαιότερα ράντιζαν το στάρι με λιωμένη γαλαζόπετρα.
Προτού αρχίσει τη σπορά ο γεωργός θα ετοιμάσει τα διάφορα εργαλεία του. Θα πάει το αλέτρι, την 'παραμύδα' στο γύφτο (σιδηρουργό) για να φτιάξει το υνί. Το αλέτρι έχει στο πίσω μέρος τα χερούλια που δένονται με τη βάση του. Το αυτί, μέρος του αλετριού που πετάει το χώμα και ανοίγει το αυλάκι. Εάν είναι μεγάλο το αυτί ανοίγει μεγάλο αυλάκι, εάν είναι μικρότερο, μικρό αυλάκι. Επίσης το σταβάρι που στην άκρη του έχει μια θηλιά, με την οποία δένεται η μπαλάτζα. Το υνί και κάτω από το υνί βάζουν ένα άλλο σίδερο που ονομάζεται κουντούρι, ένα σίδερο που αερεώνει την βάση με το υνί μαζί. Στο εμπρός μέρος, στις άκρες της μπαλάντζας, κολλάνε από ένα τραβιχτό. Τα 2 τραβιχτά ενώνονται με τις αλυσίδες και τις λυμαριές περασμένες στο λαιμό των ζώων.
Ο γεωργός τρέφει για το ζευγάρι δύο ζώα, άλογα ή μουλάρια(ημίονοι). Παλαιότερα έτρεφαν 2 άγρια βόδια τόσο για το όργωμα, όσο και για την μεταφορά των καρπών τους. Ζεύανε τα ζώα με έναν αραμπά (κάρο) και κουβαλούσανε τα δεμάτια από στάχια. Εκτός από τα 2 χοντρά ζώα κάθε σπίτι είχε και ένα γαιδουράκι για αγγαρίες, μικροδουλειές του σπιτιού. Μεταφορά νερού με τις βαρέλες από την βρύση και φρύγανα (κλαδιά) από διάφορα δένδρα. Αυτά τα χρησιμοποιούν για προσάναμα στη φωτιά στο τζάκι αλλά και για να ανάψουν το φούρνο.
Δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στα ζώα για πληγές από το σαμάρι, γιατί παθαίνουν ταίτανο(μολύντσια) και ψοφάνε. Αλλοτε αρωσταίνουν από άνθρακα χωρίς να υπάρχει φάρμακο. Αλλοτε πάλι μπορεί να τα 'πιάσει η καρδιά τους', οπότε πέφτουν χάμω και 'χτυπιούνται' από τον πόνο. Στη περίπτωση αυτή δεν υπάρχει φάρμακο.
Oρισμένες γυναίκες γνωρίζουν διάφορα απόκρυφα λόγια και τα κάνουν καλά. Άλλος τρόπος θεραπείας είναι να φέρουν 3 φορές τα ζώα γύρω από το νεκροταφείο, πιστεύοντας ότι έτσι το σατανικό πνεύμα που τα καταπιέζει εξαφανίζεται μέσα στο νεκροταφείο.
Η σπορά αρχίζει μετά του Σταυρού. Πρώτα κατά τον Οκτώβρη σπέρνουν τα κριθάρια, βρωμάρια, βίγκους, λαθούρια και κουκιά. Μετά το Νοέμβρη, αν έχουν πέσει βροχές, φυτρώνουν τα στάρια. Πρώτα ρίχνουν τα ψιλοχώραφα.
Την πρώτη μέρα βάζουν μέσα στο ταγάρι ένα ρόδι (για να καρπίσουν σπόροι όπως το ρόδι). Μερικοί συνηθίζουν να κουβαλούν το ρόδι καθ' όλη τη διάρκεια της σποράς. Επίσης την πρώτη μέρα της σποράς εξετάζουν και το ποδαρικό. Αποφεύγουν κατά το δυνατόν να μπει μέσα στο σπίτι άνθρωπος που κατά βάθος τους μισεί. Εκείνη την ημέρα αυτοί που θα συναντήσουν το ζευγάτη που πάει για να σπείρει, θα ευχηθούν: η ώρα η καλή και καλό μπερικέτι.
Αρχίζοντας τη σπορά ο γεωργός θα χωρίσει το χωράφι με αυλάκια απέχοντας το ένα από το άλλο 18 περίπου μέτρα. Βάζει μια ποδιά μπροστά με το σπόρο και έρχεται 3-4 φορές γύρω στο χωράφι σκορπίζοντας με το χέρι στο σπόρο.
Το καλαμπόκι και τα φασόλια σπέρνονται τον Απρίλη και το Μάη και πιο αραιά από το στάρι.
Την Άνοιξη γίνεται το βοτάνισμα στα διάφορα σιτηρά και το ράντισμα για να εξαφανίσουν τα διάφορα άχρηστα και βλαβερά χορτάρια όπως παπαρούνα, κολυσίδα, λαψάνες, βρούβες κλπ. Τα παλιά χρόνια τα βοτανίζανε. Μετά ραντίζανε με ειδικό φάρμακο. Απαγορεύεται να ραντισθούν τα κουκιά και ο Βίγκος, γι' αυτό μόνο τα βοτανίζουν και τα σκαλίζουν. (το ράντισμα καταστρέφει όλα τα πλατύφυλλα χόρτα)
Tην Άνοιξη κατά το Μάη ποτίζουν τα σιτηρά αν δεν βρέξει. Τα ποτιστικά έχουν διπλάσιο εισόδημα από τα ξερικά. Τα σιτηρά εάν πέσουν πολλές βροχές το Μάη 'σιναπιδιάζουνε'. Η καλαμιά κοκκινίζει και δεν καρπίζει το στάχυ. Εάν όμως Απρίλη - Μάη δεν βρέξει καθόλου, τότε ξεραίνονται πάλι τα σπαρτά. Πολλές φορές τα ξεραίνει και η μεγάλη παγωνιά που κάνει τον Χειμώνα.
Θερισμός και αλωνισμός
Το χωράφι για να το θερίσουν, το χωρίζουν σε λουρίδες(έργος) και θερίζουν χωριστά κάθε λουρίδα.
Εκείνος που κρατάει το 'έργο' και βρίσκεται στην άκρη της λουρίδας λέγεται εργοδότης.
Μόλις τελειώνουν το έργο (την μια λουρίδα) οι γυναίκες στρώνουν τα δεματικά (τα έχουν φτιάξει από βρίζες θερισμένες κατάριζα), σηκώνουν τα λιμάρια και τα βάζουν πάνω στα δεματικά (το λιμάρι έχει 6 χειρόβολα). Οι άντρες δένουν τα δεματικά και κάνουν έτσι τα δεμάτια. Ένα δεμάτι έχει 3 λιμάρια. Κατά την μεταφορά βάζουν 4 δεμάτια σε κάθε ζώο.
Τελειώνοντας το θέρος αφήνουν στο χωράφι μερικά στάχυα αθέριστα και λένε ότι 'αφήνουν τα γένια'. Το τελευταίο τραπέζι που τρώνε οι θεριστές το ονομάζουν 'καρποθέρι'. Μετά το θέρισμα ακολουθεί φυσικά το κουβάλησμα των δεματικών στο αλώνι.
Την ημέρα κουβαλάνε και το βράδυ μετά το τελευταίο δρόμο θυμωνιάζουν τα δεμάτια, χωριστά το κάθε είδος. Αφού τα κουβαλήσουν, φτιάχνουν το αλώνι. Το καθαρίζουν από τα χορτάρια και τα στάχυα πούχαν πέσει, το καταβρέχουνε, ρίχνουνε άχυρο για να μη βγάλει χώμα και ύστερα βάζουν τα δεμάτια το ένα κοντά στο άλλο, αφού τα ξεδέσουν από τα δεματικά.
Το αλώνι το κάνουν στρογγυλό. Μετά με το δικούλι (είναι σαν το φτιάρι, αλλά το κάτω του μέρος είναι σαν πιρούνι και είναι ξύλινο ή σιδερένιο) χαλάγανε τα δεμάτια. Όταν λοιπόν έστρωνε το αλώνι, έδεναν πίσω από τα ζώα ντουγένια (στη θέση του αλετριού). Το ντουγένι ήταν μια σανίδα χονδρή μακρόστενη, λίγο κυρτή στην πλευρά που ακουμπούσε τα δεμάτια έχοντας 3 - 4 σειρές κατά μήκος της σίδερα κοφτερά και λεπτά. Η επάνω επιφάνεια είναι τελείως λεία. Το πλάτος της είναι 50 πόντους. Επάνω στο ντουγένι καθώς σερνόταν πίσω από τα ζώα κάθονταν ένας ή δύο άνθρωποι. Όσα ζώα και αν ήσαν τα διηύθυνε εκείνος που κρατούσε το ζώο που ήταν στην άκρη. Εκείνος κρατούσε και το αλώνι για να μην βγούνε έξω τα ζώα.
Όταν έστρωνε το αλώνι, το αναποδογύριζαν, ώστε να έλθουν από πάνω αυτά που ήσαν από κάτω και συνεχιζόταν το αλώνισμα μέχρις ότου η καλαμιά γίνει άχυρο.
Μόλις τελείωνε το αλώνισμα σταύρωνε ο 'αφεντικός' το αλώνι με το καρπελό(σαν φτιάρι ξύλινο) και έκανε ένα σταυρό με το καρπε(ι)λό καθ' όλο το μήκος και το πλάτος του αλωνιού.
Το μάζευαν στη μέση σε σωρό που κοιτούσε βορεινά. Το σωρό τούτο το λέγανε 'λοιώμα'. (μαζέψαμε σήμερα τη λοιώμα συνήθης φράση). Οι γυναίκεςσκουπίζανε με άγριες θυμαρένιες σκούπες το αλώνι και το μάζευαν σε μικρούς σωρούς, τα χώματα όπως έλεγαν. Τα λίχνιζαν, τα κοσκίνιζαν, το στάρι φυσικά δεν καθάριζε καλά γιατί έμεναν χώματα και το είχαν για τα πράματα (πρόβατα) και τις κότες. Μετά λίχνιζαν με το καρπελό την λοιώμα και περίμεναν να φυσήξει βοριάς για να λιχνίσουν καλά. Όταν έφευγε το ψιλό άχυρο και έμενε το χονδρό οι γυναίκες το ντοροβατίζανε, δηλαδή τραβάγανε με την σκούπα το άχυρο το χοντρό σε μια άκρη. Μετά και άλλο λίχνισμα. Τελικά έμενε το χοντρό στάρι προς το βοριά και το ψιλό, η ανεμίδα προς το νοτιά. Όταν τελείωνε το λίχνισμα έστρωναν ρούχα χάμω και στη μέση έβαζαν ένα παπούτσι. Μέσα στο παπούτσι έβαζαν το ξύλο του καρπελού για να κάθεται όρθιο. Επάνω στο καρπελό στερέωναν το δριμόνι(σαν ένα μεγάλο χοντρό κόσκινο). Ένας κοσκίνιζε το στάρι και ο άλλος έριχνε από πάνω. Όταν το κοσκινισμένο στάρι σκέπαζε το καρπελό υπολόγιζαν το στάρι ότι ήταν 300 κιλά (1 κιλό = 24 οκάδες).
Ακολουθούσε το μέτρημα του σταριού. Για μέτρο είχαν τα μισάδι(12 οκάδες, 2 μισάδια = 1 κιλό = 24 οκάδες)
Θρησκεία
Οι Λιαταναίοι ως ορθόδοξοι χριστιανοί δεν ήταν δυνατό να μην επηρεαστούν άμεσα από τη θρησκεία.
Aγιος Αντώνιος
To 1966 ένας γέρος πήγαινε να κάνει ξύλα. Καθώς βάδιζε, παρουσιάζεται μέσα από ένα σκήνο(θάμνο) ένας άγνωστος άνθρωπος μέχρι τη μέση και πάλι εξαφανίστηκε. Τούτο έγινε πολλές φορές μέσα σε λίγες στιγμές. Ο άνθρωπος αυτός δεν μιλούσε μα ήταν πολύ ήρεμος και ήταν σαν να παρακαλούσε τον γέροντα ο οποίος τρομαγμένος επέστρεψε στο χωριό άλαλος, χλωμός και άρρωστος.
Αφού συνήλθε διηγήθηκε το περιστατικό. Τότε πήγαν μερικοί συγχωριανοί και έσκαψαν στο σημείο αυτό και παραξενεύτηκαν βρίσκοντας εκεί θεμέλια εκκλησίας. Υποθέτουν ότι η εκκλησία αυτή ήταν επί Τουρκοκρατίας και μάλιστα του Αγίου Αντωνίου. Όλοι τότε πίστεψαν ότι ο Άγος θέλει να ξαναχτιστεί η εκκλησία του, αλλά μέχρι σήμερα έχει γίνει τίποτα.
Η τοποθεσία βρίσκεται στην περιοχή της Αγίας Τριάδας, όπου υπάρχει εικονοστάσι και στην απέναντι γωνία διακρίνονται τα ερείπια.
Αγία Μαρίνα
Με παρόμοιο τρόπο έχει κτισθεί πριν από πολλά χρόνια και το ερημοκλήσι της Αγίας Μαρίνας στην περιοχή Τσούκα, μεταξύ Λιάτανης και Αυλώνας. Ένας βοσκός βλέποντας στο όνειρο του την Αγία κατάλαβε ότι επιθυμία της ήταν να τιμηθεί στο μέρος αυτό. Έτσι ο βοσκός έφτιαξε ένα πρόχειρο εικονοστάσι σε ένα ρέμα, δηλαδή στις ρίζες ενός βουνού και εκεί άναψε το καντήλι για την Αγία. Το πρωί όμως το καντήλι είχε εξαφανιστεί. Ψάχνοντας βρήκε το καντήλι να ανάβει μέσα σε μια σπηλιά που βρισκόταν επάνω σε ένα γυμνό από δένδρα βουνό και ήταν πολύ δύσκολο να ανέβει κανείς εκεί.
Ο βοσκός κατεβάζει το καντήλι, αλλά και πάλι τούτο την άλλη μέρα είχε εξαφανισθεί από την αγία. Μετά από μεγάλη επιμονή της αγίας να ανάβει το καντήλι της στη δυσκολοπρόσιτη και απάτητη αυτή σπηλιά αναγκάστηκαν οι χριστιανοί με πολλούς κόπους και κινδύνους να μεταφέρουν πέτρες πάνω στο πανύψηλο βράχο δίπλα στην (κουφάλα) σπηλιά και να κτίσουν μικρό εκκλησάκι. Ο χώρος δεν τους επέτρεπε να κάνουν χωριστό ιερό. Ο βράχος ήταν απότομος και το ανέβασμα δύσκολο.
Κατόρθωσαν να ανεβούν στην κορυφή του και ύστερα με σαράντα σκαλιά πέτρινα, δηλαδή σκαλισμένα στο βράχο να κατεβούν στην σπηλιά και να κτίσουν το εκκλησάκι.
Δίπλα η σπηλιά είναι ολοσκότινη, αλλά πολύ δροσερή. Σε μια γωνιά δίπλα από το ιερό της εκκλησίας η σπηλιά έχει μια κουφάλα προς τα πάνω με πολλά κεριά, τα οποία όμως σβήνουν αμέσως μπορεί να διακρίνει κανείς την Αγία σαν μια σκιά ζωγραφισμένη στο βράχο.
Προφήτης Ηλίας
To έτος 1887 παρουσιάστηκε σε μια γριά και της ζήτησε να κτίσουν εκκλησία του επάνω σε ένα λόφο ανατολικά του χωριού. Οι συγχωριανοί πίστεψαν ότι η γριά παραλογιζότανε και δεν της έδωσαν σημασία. Μια μέρα όμως η γριά έρχεται στην εκκλησία του χωριού κατατρομαγμένη λέγοντας ότι ο άγιος την βασανίζει ζητώντας επίμονα την εκκλησία του.
Η γριά έκλαιγε και χτυπιόταν, ζητούσε από τον Άγιο να τιμωρήσει τους συγχωριανούς που δεν την ακούν γιατί αυτή δεν φταίει.
Τότε ο παππάς του χωριού Τίτος Γεωργιάδης αναγκάστηκε να κτίσει την εκκλησία του Αγίου.
Δαιμονικά
Παράλληλα με την ορθοδοξη πίστη παρατηρούνται επικλήσεις και πίστη σε δαιμονικά, καθώς και σε ανθρώπους του χωριού που διαθέτουν την ικανότητα να απαλλάξουν τον κόσμο από αυτά.
Μοίρες
Είναι γενική η πίστη σε όλα τα ελληνικά χωριά, ότι η ζωή του ανθρώπου κανονίζεται από την Τρίτη ημέρα της γεννήσεώς του από τις τρεις μοίρες. Οι χαρές του και οι θλίψεις του τα βάσανα του ακόμη κα ο θάνατος του προλέγονται από τις μοίρες κατά την ημέρα αυτή.
Παρακάτω περιγράφεται το δράμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας(..Καββά), η οποία ισχυρίζεται ότι είδε με τα μάτια της τις τρεις μοίρες να συζητούν για την ζωή του παιδιού της: Είχε βάλει πάνω σε μια καρέκλα, όπως συνηθίζεται, ένα δίσκο με τρία ποτήρια νερό και τρία λουκούμια δίπλα στην κούνια του παιδιού. Τα μεσάνυκτα ακούει μια βοή. Ανοίγει τα μάτια της δεν βλέπει τίποτα, ακούει όμως. Η πρώτη λέει: Θα της δώσουμε ζωή; Η δεύτερη: όχι να την πάρουμε τώρα και η Τρίτη η φαρμακερή: όχι δεν θα την πάρουμε τώρα, αλλά θα την αφήσουμε να γίνει πέντε χρόνια και τότε θα την πάρουμε για να κάψουμε τη μάνα που τη γέννησε και έφυγαν χωρίς να αγγίξουν τα γλυκά.
Το κοριτσάκι μεγάλωσε και έγινε πέντε χρόνια, η μάνα πίστευε πως έτσι και περνούσε το σημαδεμένο αυτό χρόνο, ο κίνδυνος θα περνούσε. Πρόσεχε σε κάθε του βήμα το κοριτσάκι μήπως κτυπήσει, μήπως αρρωστήσει και το χρόνο αυτό που έτυχε να πέσει μια παιδική αρρώστια στο χωριό η μάνα κατατρομαγμένη παίρνει το παιδί και πάει να καθήσει το χρόνο αυτό μακριά από το χωριό, στο μανδρί με τα πρόβατα όπου είχαν μια μικρή καλύβα. Μια μέρα που φύλαγαν τα πρόβατα είχε αφήσει το κοριτσάκι μέσα στη καλύβα με ένα μικρό αρνάκι για να παίζει. Στη μέση είχαν ανάψει και λίγη φωτιά για να είναι ζεστό το καλύβι. Η φωτιά ήταν πολύ σιγανή ώστε σκέφτηκε η γυναίκα φεύγοντας ότι δεν υπήρχε φόβος. Μετά από λίγες ώρες όμως βλέπει ότι η καλύβα κάπνιζε. Τρέχει ο πατέρας του παιδιού και βρίσκεται μπροστά στο φρικτό πεπρωμένο. Το παιδί είχε γίνει ένα κομμάτι κάρβουνο που μπόρεσε να το σπρώξει έξω από την καιόμενη καλύβα με ένα μακρύ ξύλο, ενώ το μικρό αρνί είχε προλάβει να πηδήξει έξω και να σωθεί.
Οι γονείς του, αλλά και το χωριό βυθίστηκαν στο πένθος και μια μόνο σκέψη φτερούγιζε στο μυαλό τους: Στης μοίρας το γραμμένο δεν μπορεί να αντισταθεί κανείς.
Εκτός από τις μοίρες, πιστεύουμε και σε διαόλους με διάφορα άλλα ονόματα: αγερικά, λιάμιες, καλικάτζαρους με διάφορες ιστορίες που αποδεικνύουν την δύναμη τους.
Αγερικά
Επικρατεί η αντίληψη ότι οι λεχώνες απαγορεύεται να βγουν τη νύχτα έξω γιατί τις κυνηγούν πολύ τα αγερικά(αερικά) και διηγούνται την εξής ιστορία για μια νέα γυναίκα που δεν θέλησε να πιστέψει στην δύναμή τους: Ένα βράδυ βγήκε, λεχώνα καθώς ήτανε, έξω για να πάρει ξύλα για τη φωτιά. Τότε βγήκαν μπροστά της ένα σωρό μαυροφόρες γυναίκες, της έπιασαν το στόμα για να μη μπορέσει να μιλήσει κα την τράβηξαν στην άκρη ενός κήπου που ήταν μπροστά στο σπίτι της. Οι δικοί της βέβαια βγήκαν έξω και φώναζαν και έψαχναν να τη βρουν. Εκείνη τους άκουε, μα δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, ούτε να φύγει.
Οι μαυροφόρες την είχαν περικυκλώσει λέγοντας της «μος τρέμπεν, νέβε γιέμι μότρατ» δηλαδή: Μη φοβάσαι, εμείς είμαστε αδερφές σου.
Το πρωί τη βρήκαν οι συγγενείς της μισοπεθαμένη, όταν συνήλθε ήταν τρελή και μετά από έξη μήνες πέθανε.
Λιάμιες(Λάμιες)
Στο ποτάμι του Κοκκίνη (ένα μικρό ποτάμι πολύ μακρυά από το χωριό) κατοικούν οι γίρες (όμορφες νεράιδες) που βγαίνουν τη νύχτα και πλένουν τα μαντίλια τους. Εκεί όμως συχνάζουν και λάμιες που συνεχώς έχουν γλέντια. Από το Κοκκίνη ξεκινούν και φθάνουν ρέμα-ρέμα στην σπηλιά του χωριού μας (είναι λίγο πιο έξω από το χωριό, δίπλα στη βρύση του χωριού).
Γι' αυτό συνήθως άκουγαν τα παλιά χρόνια την νύκτα στη βρύση τούμπανα και βιολιά.
Καλικάτζαροι
Εμφανίζονται από τα Χριστούγεννα μέχρι παραμονή Θεοφανείων. Θεωρούνται μολυσμένοι και σιχαμεροί.
Πιστεύουν ότι μπαίνουν μέσα στο σπίτι από την καμινάδα (καπνοδόχο) γι' αυτό και καθ' όλο το διάστημα της εμφάνισής τους βάζουμε στη φωτιά ένα κούτσουρο από Κορυτσά για να τρυπηθούν καθώς κατεβαίνουν και έτσι να γυρίσουν πίσω.
Οι καλικάτζαροι φεύγουν από τη γη την παραμονή των Θεοφανείων με την είσοδο του παπά σε κάθε σπίτι, προκειμένου να το αγιάσει με το σταυρό και τον αγιασμό. Χαρακτηριστική φράση:'Πέρασε ο παπάς; '
Οι καλικάτζαροι σαν διάολοι που είναι φοβούνται το σταυρό και φεύγουν.
«Φύγετε να φύγουμε γιατί ήλθε ο ζουρλοπαπάς με την αγιαστούρα του και με την πλαστούρα του».
Σχετική ιστορία: Μια νύχτα ένας τσοπάνης έψινε στο μανδρί του ένα αρνί. Τότε παρουσιάστηκαν γύρω-γύρω καλικατζαρίνες και άρχισαν να του λένε: «ου ποκί, τζέρε τε πιπιλίσμ» δηλαδή: Ψήθηκε, βγάλτο να το φάμε. Ο τσοπάνης δεν ήξερε τι να κάνει για να τις διώξει και συνέχεια τους έλεγε ότι δεν έχει γίνει ακόμη. Μόλις χάραξε η μέρα και τραγούδησε ο μαύρος κόκορας το βάλανε στα πόδια και έφυγαν οι καλικατζαρίνες .
(λένε οι καλικάτζαροι: «κντόι γκιέλι λ σι ικ τε ικμ γκράμζι» δηλαδή τραγούδησε ο μαύρος κόκορας: φύγε να φύγουμε μαυρογραμμένοι). Την ώρα όμως που πήγαν να φύγουν οι καλικατζαρίνες, ο τσοπάνης πήρε ένα ξύλο να ανακατέψει την στάχτη, χτύπησε χωρίς να το θέλει μια καλικατζαρίνα στο μέτωπο και την μουτζούρωσε. Αυτή σημαδεμένη πια δεν μπορούσε να φύγει και έμεινε εκεί. Όταν ξημέρωσε είδε παραξενεμένος ο βοσκός ότι αυτή ήταν πολύ ωραία. Αυτό παρατήρησε και ο γυιός του, ο οποίος την αγάπησε και την παντρεύτηκε. Έκαναν και 3 παιδιά, αλλά ο άνδρας της δεν την άφηνε να βγάλει τη μουτζούρα γιατί φοβόταν μήπως του έφευγε. Έτσι εκείνη αναγκαζόταν να μην πάει πουθενά σαν σημαδεμένη που ήταν. Μια ημέρα λέει στον άνδρα της: «ακόμη φοβάσαι καημένε; Τόσα χρόνια έζησα κοντά σου, έκανα 3 παιδιά, άσε με να πάω και εγώ σαν νέα γυναίκα στο ντιβάνι(στην πλατεία) να χορέψω όπως όλες οι άλλες». Ο άνδρας της την άφησε να βγάλει τη μουτζούρα που είχε στο μέτωπο της και να πάει να χορέψει με τα παιδιά της. Πήγε και χόρεψε, όταν όμως μπήκε στο κεφάλι του χορού, δηλαδή χόρευε πρώτη, χόρευε τόσο ωραία που δεν πατούσε καθόλου στην γη και τη στιγμή που τη θαύμαζαν, ο κόσμος την είδε να ανεβαίνει πολύ ψηλά και μετά από λίγο χάθηκε. Η καλικατζαρίνα βγάζοντας δηλαδή το σημάδι επέστρεψε στα αδέρφια της και το βασίλειό της.
(Οι ιστορίες είναι διήγηση του Γεωργίου Σύρμα και της Αμαλίας Γκίνη το 1967)
Μαγεία-Δεισιδαιμονίες
Βασκανία(μάτιασμα)
Αυτοί που έχουν πυκνά φρύδια, αλλά και οι ζηλόφθονες και ζηλιάρηδες ματιάζουν. Συνήθως ματιάζονται τα μικρά παιδιά, τα περιποιημένα ζώα ακόμη και τα μπερεκέτια, τα καλά σπαρτά. Όταν ματιασθεί κανείς αισθάνεται πονοκέφαλο, ανορεξία, μια αδικαιολόγητη στεναχώρια και αν κοιμηθεί χωρίς να ξεματιαστεί, τότε αρρωσταίνει.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι ξεματιάσματος, δύο από τους οποίους αναφέρονται παρακάτω. Υπάρχει απροθυμία στην μετάδοση των λόγων, καθώς πιστεύεται ότι έτσι χάνεται η δύναμή τους και δεν έχει επιτυχία το ξεμάτιασμα.
«πέρασα σε ένα σταυροδρόμι είδα την Παναγία με το Χριστό,
είχαν στρώσει την μαλαματένια ποδιά και τρώγανε.
Πήρα τα ψίχουλα και τα σκόρπησα σε βοριάδες και ανέμους»
Αυτό επαναλαμβάνεται 3 φορές. Λέγοντάς το κρατά στο χέρι λίγο ψωμί(ψίχουλα), αλάτι και απάνω τους έχει φτύσει ο άρρωστος.
«εννιά ένα, εννιά δύο, εννιά τρία.εννιά ένα.
Παναίτσα χρυσή ένα, Χριστός ζωντανός δύο,
βάλε το ρούχο ανάποδα.
Oτι και να είναι άνδρας ή γυναίκα
να σκάσει και τα μάτια του να πέσουν στη θάλασσα.
Ο χριστιανός να γίνει καλά»
Αυτό το λέγανε τρεις φορές κρατώντας στο χέρι ότι και προηγουμένως.
Μετά ρίχνουν σε ένα ποτήρι με νερό το αλάτι και τα ψίχουλα και ραντίζουν το κεφάλι του αρρώστου 9 φορές.(Το νερό το ρίχνουν στο δοχείο που πίνουν νερό οι κότες για να πέσουν κλώσες).
Άλλοι πάλι λένε εννέα φορές το «Πάτερ ημών…» και μετά «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ και λόγε Θεού ζώντος, πρέσβευε την δέησιν ημών, χάρισε στον άρωστο την υγεία».
Απαλλαγή από επιδημίες
Στις αρχές του 20 αιώνα, που διάφορες ασθένειες βασάνιζαν τους ανθρώπους, χωρίς να μπορούν να βρουν φάρμακα και να θεραπευτούν, κατέφευγαν σε διάφορα μαγικά μέσα. Ένας άρρωστος που δεν εύρισκε πουθενά γιατρειά, στρεφόταν και σ' αυτά η τελευταία του ελπίδα.
Πήγαινε σε ένα ρέμα χωρίς να τον δει μάτι, κρατώντας ένα μαντήλι καθαρό δικό του. Εκεί έπαιρνε δυο βάτους, τους ένωνε και περνούσε από κάτω αφήνοντας πίσω και τα ρούχα του μαζί με το μαντήλι. Πίστευε ότι έτσι άφηνε πίσω και την αρρώστια του.
Επίσης πίστευαν ότι το πρωί προτού λαλήσει κόκορας να μην περάσεις από σταυροδρόμι γιατί έχουν ρίξει μάγια.
Οταν ένα μωρό είναι άρρωστο, τότε «ρίχνουν τα κάρβουνα». Η μάνα με το μωρό και ένα ποτήρι αμίλητο νερό που παίρνουν από πηγάδι, πηγαίνουν με τη 'μάγισσα' και ρίχνουν αναμμένα κάρβουνα, ενώ κοιτάζουν το φεγγάρι (ή τον ήλιο) μέσα στο νερό. Εάν επιπλέουν τα κάρβουνα το παιδί θα γίνει καλά, εάν βουλιάξουν θα πεθάνει. Αυτό γίνεται 3 ημέρες. Το βράδυ πηγαίνει η μάνα σε σταυροδρόμι και ρίχνει τα σβησμένα κάρβουνα, χωρίς να τη δει μάτι.
Oι μάνες συνήθιζαν να φτιάχνουν φυλαχτά για τα παιδιά τους. Στο φυλαχτό μέσα έβαζαν μπαρούτι, λιβάνι, ψωμί, λουλούδια από τον επιτάφιο και πήγανο.
Πως ρίχνουν τα κουκιά: Σημαδεύουν μερικά κουκιά. Το ένα παριστάνει το σπίτι, το άλλο τον άνθρωπο, το άλλο γράμμα. Συνήθως τα κουκιά είναι 24. Τα ανακατεύουν στα χέρια τους και τα ρίχνουν χάμω. Εάν ο άνθρωπος είναι καλά πέφτει το κουκί του καλά, δηλαδή, δηλαδή δεν το πλακώνουν τα άλλα κουκιά ή πέφτει το γράμμα πάνω στο σπίτι, οπότε έρχεται γράμμα από τον χαμένο συγγενή.. Εάν αυτός έρχεται του ανοίγεται δρόμος από άλλα κουκιά. Εάν όμως είναι πεθαμένος, τον πλακώνουν τα άλλα κουκιά. Παρόμοια γίνεται και το ρίξιμο των χαρτιών μέχρι σήμερα.
Μαντική
- Όταν το σκυλί του σπιτιού ουρλιάζει, προμηνύεται στο σπίτι του αφεντικού θάνατος, χωρισμός, φοβερή αρρώστια. Το ίδιο συμβαίνει και όταν η κότα τραγουδά ως κόκορας. Γι' αυτό αυτή την κότα δεν τη τρώνε, αλλά τη πουλάνε και τα λεπτά τα δίνουν στην εκκλησία για να αποφύγουν, με τη βοήθεια της Παναγίας κανένα κακό.
- Όταν η κουκουβάγια φωνάζει σε κάποιο σπίτι συμβαίνει κακό, γι' αυτό και όταν βρίζουν λένε: «κουκουβάγιες θα φωνάξουν κάποια μέρα», δηλαδή, θα συμβούν θάνατοι και ξεκλυρισμός της οικογένειας. Άλλοι όμως νομίζουν ότι το να φωνάξει η κουκουβάγια δεν είναι κακό, αλλά απλά το πουλί αυτό μαντεύει βροχή, και άλλοι πιστεύουν το εντελώς αντίθετο, ότι μαντεύει ξέρα.
Ονειρομαντεία
- Εάν δεις στον ύπνο σου ότι σου έπεσε δόντι, θα πεθάνει άνθρωπος δικός σου, εάν δεν σου πονέσει δεν θα το λυπηθείς.
- Όταν δεις ποτάμι με καθαρό νερό είναι ευτυχία.
- Όταν πέσεις μέσα στη λάσπη είναι κακό όνειρο. Θα περάσεις αρρώστια και θα υποφέρεις.
- Όταν είσαι πάνω σε άλογο είναι καλό το όνειρο.
- Όταν δεις ότι είσαι μέσα σε εκκλησία, θα έχεις φασαρίες και δικαστήρια.
- Όταν δεις γύφτισσες, είναι αρρώστια.
- Αν αλωνίζεις θα χιονίσει.
- Αν θερίζεις πράσινα, τότε θα έχουμε άφθονες βροχάδες.
- Αν κουβαλάς άχυρα, στεναχώρια θα περάσεις.
- Εάν δεις στρατιώτες που σε σημαδέψανε, κάποιο τάμα έχεις κάνει και δεν το έχεις πάει.
- Αν δεις φωτιά με καπνό στο σπίτι, μεγάλο κακό θα συμβεί.
- Εάν δεις μεγάλη φωτιά χωρίς καπνό, τότε μεγάλο καλό θα συμβεί.
- Αν ανεβαίνεις σκάλα, καλό είναι.
- Αυτοκίνητο αν έρθει σπίτι είναι κακό. Αν δεις φίδι μέσα στο σπίτι είναι καλό το όνειρο.
- Εάν σε δάγκωσε σκυλί, κάποιος εχθρός θα σε εκδικηθεί.
Σημειομαντεία
- Το αριστερό μάτι εάν χτυπήσει είναι κακό. Το δεξί κάποιος επισκέπτης θα σου έρθει.
- Όταν φτερνίζεσαι κάποιος σε θυμήθηκε.
- Όταν έχεις φαγούρα στο χέρι λεφτά θα πάρεις.
- Όταν τρίζει το σπίτι θα σου συμβεί κακό.
- Όταν πέφτει τρίχα από το κεφάλι σου στα μάτια, κάποιος επισκέπτης θα έρθει. Το ίδιο συμβαίνει και όταν τινάζεται κότα.
- Όταν σπάσει καθρέπτης είναι κακό.
- Όταν πιάσει τα ρούχα του πεθαμένου βροχή(δηλαδή βρέξει προτού θάψουν τον νεκρό) ή το πρόσωπο του νεκρού γελάει θα πεθάνει και άλλος.
- Όταν έχεις ενωμένα τα φρύδια ματιάζεις.
- Όταν έχεις αραιά τα δόντια γίνεσαι πλούσιος.
- Όταν σφάζουν κότα θα κοιτάξουν το στήθος της κότας. Εάν είναι σκοτεινό θα γίνει κακό στο σπίτι. Το ίδιο συμβαίνει και με την πλάτη από πρόβατο.
- Όταν η φωτιά στο τζάκι σφυρίξει, τρώγεται ο κόσμος από τη ζήλεια με τον νοικοκύρη.
- Όταν γύρω στο τσουκάλι ή την σιδεροστιά σχηματισθούν σπίθες πολλές, λεπτά θα πάρει ο νοικοκύρης.
Πολλές φορές οι κοπέλες πιάνουν ένα μικρό κόκκινο έντομο κατά την Άνοιξη που βρίσκεται στο γρασίδι. Το κρατούν στα χέρια τους κα λένε: «μαρς-μαρς που θα παντρευτώ; Στην Αθήνα ή εδώ;» Αφήνουν ελεύθερο το μαρς και ανάλογα με την κατεύθυνση που θα πάρει, συμπεραίνουν τον τόπο που θα παντρευτούν. Το ίδιο συμβαίνει και με το ξεφύλλισμα της Μαργαρίτας ή του Χαμομηλιού, κάθε φύλλο αντιστοιχεί με ένα θα παντρευτώ ή δεν θα παντρευτώ. Το κόψιμο του τελευταίου φύλλου θα μας δώσει την απάντηση.
Μουσική
Παλαιότερα τα απογεύματα των μεγάλων εορτών, (Χριστούγεννα, Πάσχα, Αποκριές και τα πανηγύρια του Αγίου Θωμά και της Παναγίας 8 Σεπτεμβρίου), οι νέες κοπέλες και οι νιόπαντρες πήγαιναν στο «ντιβάνι» (πλατεία) του χωριού, ντυμένες τις επίσημες ενδυμασίες και οι νέοι με φουστανέλλες και χορεύανε. Το χορό αρχίζανε οι άντρες, ακολουθούσαν οι γυναίκες και τελευταίες οι νέες.
Το παλιό καιρό εκείνος που έμπαινε στο κεφάλι και χόρευε, τραγουδούσε μόνος του. Αργότερα όμως είχαν όργανα.
Δύο οργανοπαίχτες, ο ένας κτυπούσε την πίπα και λεγότανε «πιπιλιάρης» και ο άλλος τα τύμπανα, τα «ταούλια», ο «ταουλιάρης».
Οι συγγενείς εκείνου που χόρευε, κερνάγανε τον πιπιλιάρη, βάζοντας στην τσέπη του το δώρο περίπου δύο δεκάρες. Για επίδειξη έβαζαν στο μέτωπο του πιπιλιάρη ένα δεκάρικο ή εικοσιπεντάρικο, αλλά μετά δεν του το άφηναν ολόκληρο το 25αρι, αλλά το 1/5 του ποσού που του έβαζαν. Τα ίδια όργανα είχαν και στα γλέντια, στους αρραβώνες και στους γάμους.
Ο πιπιλιάρης τραγουδώντας χόρευε μπροστά σε εκείνον που χόρευε πρώτος, κάνοντας διάφορες φιγούρες.
Οι συνήθεις χοροί που χόρευαν ήταν καλαματιανό και τσάμικο. Ο τσάμικος ήταν απαγορευμένος για τις γυναίκες.1