Παπαδημητρίου Σπύρος

Ο Παπαδημητρίου θεωρήθηκε στην εποχή του ο καλύτερος οργανοπαίχτης στο κλαρίνο για την εποχή του σε όλη την Αττική και τη Βοιωτία. Διατηρούσε μπακάλικο στο χωριό με την ονομασία: Γρίβας, το οποίο συνέχισαν τα παιδιά του.
Το παρακάτω κείμενο είναι αναδημοσίευση από το βιβλίο του Νίκου Παπανικολάου (Αλέξανδρος)
Νίκος Παπανικολάου (Αλέξανδρος)
1941-1944
μεταξύ μας
εικόνες από την αντίσταση

το αηδόνι της Λιάτανης
Στις 8 Σεπτέμβρη 1943 στη Λιάτανη είχαν πανηγύρι. Γιόρταζαν το «Γενέσιον της Θεοτόκου», όπως αναφέρει και το ημερολόγιο.
Οι Λιαταναίοι μας κάλεσαν στη γιορτή τους. Πήγαμε. Μαζί με τον 1ο λόχο που είχε 85 άντρες, ήρθε και η διοίκηση του υπαρχηγείου Αττικής (Λακιώτης, Θεοχάρης, Γαβριώτης), που στο μεταξύ είχε μετονομασθεί σε 1ο τάγμα και κείνες τις μέρες βρισκόταν στη Μαζερέκα.
Μετά τη λειτουργία ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους του χωριού, οι πιο πολλοί πλημμύρισαν τη πλατεία. Εμείς συνταγμένοι τραγουδήσαμε τα αντάρτικα τραγούδια μας, σκόρπισαν μετά οι αντάρτες, άρχισαν τα κεράσματα, φτιάχτηκε σιγά-σιγά το κέφι, στήθηκε κι ο χορός.
Τότε με πλησιάζουν μερικοί Λιαταναίοι.
-Αλέξανδρε, αν είχαμε τον Παπαδημητρίου με το κλαρίνο του, τότε θα έβλεπες γλέντι και χορό.
-Και ποιος είναι αυτός ο Παπαδημητρίου; Γιατί δεν πάτε να τον φέρετε;
-Α, τόσο εύκολο το χεις εσύ; Ο Παπαδημητρίου ήτανε το καλλίτερο κλαρίνο της Αττικής και της Βοιωτίας. Απ’ την Αθήνα κατέβαιναν με αμάξια για να τον πάρουν να παίξει σε πλούσιους γάμους. Αν εσύ τον καταφέρεις να ’ρθει θ’ αξίζεις πολλά. Τώρα αυτός έχει το πιο μεγάλο μαγαζί εδώ στη Λιάτανη και μόνο για το κέφι του παίζει πια.

Ρώτησα που είναι το μαγαζί του Παπαδημητρίου και μου το έδειξαν. Μπαίνω μέσα και βλέπω ένα παντοπωλείο του παλαιού εκείνου τύπου που είχε από χασέδες, ελαιοχρώματα και χρώματα για βαφές υφασμάτων, πρόκες, σαρδέλες, ελιές και ρακί. Στον πάγκο καθόταν ένας βαρύς στην όψη, ηλικιωμένος άνθρωπος.
-Καλημέρα, λέω πρόσχαρα, μόλις μπήκα μέσα στο μαγαζί.
-Καλημέρα, μου απάντησε μονοκόμματα.
-Είμαι περαστικός από το χωριό σας και δίψασα. Μπορώ να πιω ένα ρακί;
-Μπράβο, λέει γι΄ αυτό το ’χουμε το μαγαζί. Μάλιστα, να μου επιτρέψεις να σε κεράσω…
-Όχι συναγωνιστή, σε πρόλαβα, θα κεράσω εγώ και το δικό σου, αν καταδέχεσαι να μου κάνεις παρέα να μην το πιω μονάχος μου, σαν αγωγιάτης.
-Καλός είσαι συ, λέει ο Παπαδημητρίου, κοιτάζοντάς με από πάνω ως κάτω ερευνητικά, έτσι που το φέρνεις δεν μπορώ να πω όχι.

Και φέρνει τα δυο ρακιά με το σχετικό μεζεδάκι. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια, είπαμε «καλή λευτεριά». Του ζητάω να μάθω…με ποιον έχω την τιμή να κάνω παρέα.
-Παπαδημητρίου, συστήνεται, του λόγου σου;
-Αλέξανδρος.

Έπειτα από μισή ντουζίνα ρακιά που κατεβάσαμε, άλλαξε η ατμόσφαιρα, άναψε η συζήτηση γύρω από τον αγώνα. Εγώ όλο και του το ‘φερνα πως «έκαστος εκεί που βρίσκεται, εμείς με το όπλο στο χέρι, εκείνος μέσα στο χωριό του, μπορεί όταν πραγματικά το θέλει και το πιστεύει να προσφέρει ότι του επιτρέπουν οι δυνάμεις του…να κάνει το καθήκον του…»
Ήθελα να τον κάνω να καταλάβει πως, κατά τη γνώμη μου, εκείνος δεν έκανε τίποτα για τον αγώνα. Ώσπου κάποια στιγμή, βοήθησε και το ρακί, μου λέει τσαντισμένος:
-Πες μου συναγωνιστή Αλέξανδρε, «Παπαδημητρίου αυτό πρέπει να προσφέρεις από λόγου σου» κι αν δεν το κάνω να φτύσεις…

Αυτό ζήταγα και γω, και λέω: Αυτή την ώρα που εμείς τα πίνουμε εδώ, στο χωριό βρίσκονται εκατό αντάρτες. Αυτά τα παιδιά που λείπουν καιρό από τα σπίτια τους, έχουν μια ευκαιρία σήμερα που γιορτάζει το χωριό σας, να χορέψουν, να τραγουδήσουν, να ξανοίξει η καρδιά τους.
-Και ποιος τους εμποδίζει να χορέψουν όσο θέλουν;
-Μα γάμος δίχως όργανα γίνεται Παπαδημητρίου; Πανηγύρι δίχως κλαρίνα και βιολιά; Στο χέρι σου είναι να προσφέρεις αυτή τη χαρά σε μας που είμαστε φιλοξενούμενοι και στους συγχωριανούς σου που πετάει και αυτουνών οι καρδούλα τους.

Με αγκαλιάζει ο Παπαδημητρίου ενθουσιασμένος και συγκινημένος.
-Μου την έφερες τόσο όμορφα, που δεν μπορώ να αρνηθώ. Καρτέρα κι έφθασα.

Κατέβηκε σε λίγο με το κλαρίνο του, έκλεισε το μαγαζί και να ‘μαστε στη πλατεία. Χάλασε ο κόσμος από το γλέντι και τον ενθουσιασμό και οι Λαιαταναίοι λέγανε: Χρόνια είχαμε να ακούσουμε τον Παπαδημητρίου, το αηδόνι του χωριού μας, σε πανηγύρι.
Το πανηγύρι συνεχίστηκε μετά λίγες ημέρες στον Αι Θανάση, μια ερημοκλησιά, λίγο πιο ψηλά από τη Λιάτανη. Εκεί καλεσμένη από τους κατοίκους του χωριού, κατέβηκε η διοίκηση του 1/34 Τάγματος με τον 1ο λόχο, στον οποίο ήμουν πολιτικός υπεύθυνος.
Ήταν μια πολύ όμορφη μέρα, χαρά θεού, που λένε. Στρώσανε οι Λιαταναίοι καταγής τις κουβέρτες τους, απλώσανε απάνω τα φαγιά τους και τα κρασιά τους, και κάθε οικογένεια καλέσανε δυο τρεις αντάρτες στο «τραπέζι» της. Εμένα με φώναξε κοντά του ο Παπαδημητριου. Είμαστε πια φίλοι.
Αυτή την ημέρα δεν χρειάστηκε να του το ζητήσει κανείς να κελαηδήσει. Μόλις ήρθε στα κέφια, έπιασε με το κλαρίνο ένα του τραπεζιού, και τα πουλιά σταμάτησαν να ακούν και εκείνα…
Σε λίγο, όταν είχαμε πια φάει και πιει, ήρθε αυθόρμητα η διάθεση για χορό.. Έπιασε και πάλι ο Παπαδημητρίου το κλαρίνο, σηκώθηκαν αντάρτες και Λιαταναίοι με τις τσούπρες τους και μπήκαν στο χορό. Σε μια στιγμή λέιε ο Θεοχάρης στον Παπαδημητρίου.
-Μπορείς να παίξεις την Ιτιά;
-Μπράβο του απαντά εκείνος και αρχίζει…

Φτερά κάνουν τα πόδια του Σεγδιτσιώτη καπετάνιου, συνεπαρμένου από τις τρίλιες του κλαρίνου. Ήταν σπουδαίος χορευτής ο Θεοχάρης. Χόρευε στις μύτες των τσαρουχιών, οι φτέρνες του δεν άγγιζαν τη γη. Πάνω στον ενθουσιασμό μου, τραβάω το περίστροφο και αδειάζω και τις 6 σφαίρες. Ακολουθεί δεύτερος ο Θεοχάρης και το βροντάει και κείνος. Και τότε πριν προλάβει κανείς να τους σταματήσει, αρχίζουν να ρίχνουν όλοι οι αντάρτες, κι αντιλάλησαν τα βουνά.

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License