Με παπούτσι Νο 35

Με παπούτσι Νο 35

«Εγώ με αυτά τα παπούτσια δεν πάω να μεταλάβω» είπε η Κοντίλω. Σταύρωσε επιδεικτικά τα χέρια της μπροστά και σούφρωσε τα χείλη της δείχνοντας το θυμό της.

Ο Δεκέμβρης του 1942 ήταν από τους πιο παγωμένους που είχε γνωρίσει η Λιάτανη με το χιόνι να πέφτει σχεδόν κάθε βράδυ. Το φτυάρι και η τσάπα μέσα στο σπίτι και αξημέρωτα ο Γάτσης άνοιγε την πόρτα και φτυάριζε το νέο χιόνι που είχε κλείσει τον διάδρομο για το αποχωρητήριο και την τρακάδα με τα ξύλα. Άλλωστε δίπλα στα ζώα είχαν στοιβαχτεί τα σανά και δεν χώραγαν άλλα. Πέντε στόματα μες στον πόλεμο, όπως όλες οι φαμίλιες του χωριού. Η Ντίνα στα δεκαεφτά ήταν πλέον κοπέλα έτοιμη για παντρειά και βοηθούσε συνεχώς τη Χίτσα στο μεγάλωμα των υπόλοιπων. Αυτή κράταγε το σπίτι όταν οι γονείς πήγαιναν στα χωράφια. Η Κοντίλω από την κούνια φαινόταν πως θα ήταν η αντιδραστική της οικογένειας. Για την τρίτη, τη Μάρω ούτε λόγος. Ήταν στη μέση κάτω από δύο κορίτσια και πάνω από δύο «παιδιά» τον Ηλία στα εφτά και τον Κώστα στα τέσσερα.

Σε μια βδομάδα έρχονται Χριστούγεννα και η οικογένεια δεν αντέχει οικονομικά να πάρει κάτι στα παιδιά για τις γιορτές. Η σοδειά δεν ήταν από τις καλές και έτσι στο σπίτι εμφανίζεται ένα ζευγάρι παπούτσια 35 νούμερο δώρο στη Ντίνα από τον παππού Ηλία.
Όταν βλέπει η Κοντίλω τα παπούτσια ορμάει πριν προλάβει να πει κάτι η μάνα της, κάθεται στο θρόνι και τα δοκιμάζει.
- «Μεγάλα μου είναι»
- «Δεν είναι για σένα» της λέει η Ντίνα θυμωμένη.
- «Ο παππούς τα πήρε για μένα»
- «Σιγά τα παπούτσια. Κακάσχημα είναι» λέει η Κοντίλω και βγάζοντας το ένα το πετάει στην πόρτα. Ο Γάτσης βλέποντας το περιστατικό θυμώνει και λέει στα παιδιά.
- «Ακούστε καλά τι θα σας πω. Την ερχόμενη Τετάρτη έχουμε Χριστούγεννα. Τα παπούτσια αυτά είναι για την Ντίνα, αλλά για σας έχω παραγγείλει ένα ακόμη ζευγάρι στον τσαγκάρη που θα έρθει αύριο. Λεφτά δεν υπάρχουν να πάρετε όλοι. Γι’ αυτό στην εκκλησία θα πάτε να μεταλάβετε ένας ένας»

Στον πατέρα που μιλούσε σπάνια δεν τολμούσε να αντιμιλήσει κανείς. Η Κοντίλω δαγκώθηκε, αλλά συνέχισε να τρώει επιδεικτικά ένα πορτοκάλι αγνοώντας τα παρακάλια του Λιάκου και του Κωστάκη που είχαν καρφωθεί στα γόνατά της και ζητούσαν μια φέτα.
Το Καλοκαίρι, αν και μικρή, είχε ξεκινήσει μοδιστρική στη νονά της, γνωστή στο χωριό ως Ντίνα της Κούλιας, που τη συμβούλευε και την αγαπούσε ιδιαίτερα αφού εκείνη είχε μείνει ανύπαντρη.
Η συναναστροφή αυτή την είχε κάνει πιο κοινωνική και πιο απαιτητική στη διεκδίκηση πραγμάτων και μέσα στο σπίτι, παρότι μπορούσε πλέον να κατανοήσει την οικονομική δυσπραγία.

Έχει ξημερώσει Σάββατο 20 Δεκεμβρίου και η Χίτσα έχει σηκωθεί αξημέρωτα μαζί με την πρωτότοκη Ντίνα για το ψωμί της εβδομάδας. Έχει ανοίξει διάδρομο με το φτυάρι διώχνοντας το χιόνι και προσπαθεί να βάλει τα φρύγανα στον φούρνο και να ανάψει φωτιά. Η Ντίνα έχει βάλει το προζύμι στην πήλινη λεκάνη, έχει ζεστάνει νερό στο τζάκι που έκαιγε όλο το βράδυ λόγω του τσουχτερού κρύου και ρίχνεται με δύναμη να το κάνει ζυμάρι. Πρέπει να γεμίσουν επτά θέσεις της πινακωτής μέχρι το άλλο Σάββατο που θα ανάψει ξανά ο φούρνος. Από τους θορύβους του ζυμώματος ξυπνάει η Κοντίλω.

-«Αμάν πια. Τι σας έχει πιάσει πάλι αξημέρωτα; Ούτε μια ώρα δεν έχω κοιμηθεί».
-«Μαζέψου και έλα να βάλεις τα ζυμάρια κάτω από τις πονόβες για να έρθουν» της λέει η Ντίνα για να πάρει αρνητική απάντηση:
-«Δεν μπορώ. Με περιμένει η νονά μου με νέα φιγουρίνια»
-«Μωρέ τι να σου πω! Θες ξύλο για να συνέλθεις εσύ, αλλά έχεις χάρη μέρες που είναι» της ξαναλέει η Ντίνα.

Η Κοντίλω την αγνοεί επιδεικτικά. Τεντώνει τα χέρια της και αφήνει ένα δυνατό χασμουρητό.
Λίγες ώρες αργότερα, έχουν ξυπνήσει όλα τα μέλη της οικογένειας και ο Γάτσης μιλάει με τη γυναίκα του για το φαγητό των Χριστουγέννων.
-«Χίτσε, μου είπε ο Γιωρ Λύγγος πως θα σφάξει ένα χοιρινό στην αποθήκη. Θα πάω να τον βοηθήσω και θα πάρω ένα κομμάτι για τη γιορτή. Θα του δώσω στάρι».

Στο άκουσμα του χοιρινού πετάγονται τα μικρά και φωνάζουν «κρέας, κρέας, κρέας» Είχε καιρό να μπει στο σπίτι κρεατάκι και το περίμεναν πως και πως.
Ο παπα Γιάννης είπε την Κυριακή πως η καμπάνα για τη γιορτή της Γέννησης θα χτυπήσει στις 3 αξημέρωτα και όσοι θέλουν να μεταλάβουν πρέπει να βιαστούν για να προλάβουν.

Παραμονή Χριστουγέννων έχουν μπει τα κάρβουνα στο σίδερο και έχει βγει ότι φυλάσσονταν στο μπαούλο για τις γιορτές. Ξεφτισμένα φορέματα για τα κορίτσια και μπαλωμένα παντελόνια, πουκάμισα και πανωφόρια για τον Λιάκο και τον Κώτσο.
-«Μα που είναι αυτή η Κοντίλω;» αναρωτήθηκε η μάνα. Πάλι θα μας τρελάνει τελευταία στιγμή. Ξαφνικά διακρίνονται δυο πόδια να μεταφέρουν ένα μπόγο με ρούχα που σέρνονταν οι άκρες τους στο χιόνι.
-«Καλώς την γκρινιάρα» λέει η Μάρω.
-«Τι μας έφερες;»
-« Για σας τίποτα. Για μένα είναι όλα» είπε η νονά μου.
Η αλήθεια είναι ότι η Ντίνα και η Μάρω ζήλεψαν πολύ βλέποντας τη να επιδεικνύει ένα πανέμορφο φόρεμα, μια ζακέτα και ένα ζεστό παλτό. «Εγώ με παλιά ρούχα δεν πάω να μεταλάβω» είπε ξανά.
-«Παπούτσια δεν σου δωσε;» την πείραξε ο πατέρας της.
-«Όχι αλλά εγώ με αυτά που θα φορέσουν οι άλλοι δεν πάω στην εκκλησία».
Ο Γάτσης στράβωσε αλλά γαλήνεψε στο νόημα που του έκανε η γυναίκα του να μην κάνει καβγά.

Σουρούπωσε και η Χίτσα μάζεψε τα παιδιά δίπλα στο τζάκι και άρχισε τις συμβουλές για την αυριανή μέρα.
-«Να συγχωρεθείτε μεταξύ σας. Να πάτε αμέσως μετά από δω να πάρετε την ευχή του πλιάκου και αύριο θα πάτε ένας ένας για μεταλαβή. Θα ξεκινήσει η Ντίνα με τη Κοντίλω. Θα γυρίσουν, θα φορέσει τα παπούτσια της Κοντίλως η Μάρω και μετά ο Λιάκος με τον Κώτσο»
-«Μάμα δεν είναι γυναικεία τα παπούτσια του τσαγκάρη;» ρώτησε ο Λιάκος.
-«Όχι. Είναι χαμηλά και δεν τα καταλαβαίνει κανείς. Είναι λίγο μεγάλα, αλλά θα βάλουμε χαρτί. Εξάλλου νύχτα θα είναι ακόμη»

Τα παιδιά πήγαν δίπλα και πήραν την ευχή του παππού. Γύρισαν και αποκοιμήθηκαν.

Η πρώτη καμπάνα σήμανε στις τρεις όπως το είπε ο παππάς. Σηκώθηκε η Χίτσα και η Ντίνα και ξύπνησαν σιγά σιγά και τα μικρά για να ετοιμασθούν. Η Ντίνα ντύθηκε στα γρήγορα και περίμενε την Κοντίλω να φτιασιδωθεί στον καθρέφτη. Όταν εμφανίστηκε, η Ντίνα έβαλε τα γέλια.
-«Γιατί γελάς;» τη ρώτησε.
-«Το παλτό σου είναι δυο φορές το ύψος σου. Θα σέρνεται στο χιόνι»
-«Ζηλεύεις το ξέρω» της λέει η Κοντίλω που αναγκαστικά φόρεσε τα παπούτσια του τσαγκάρη, αφού δεν φαίνονται καθόλου μέσα από το παλτό.
Φθάνουν στην εκκλησία την ώρα που ακούγονται οι καταβασίες: «Χριστός γεννάται δοξάσατε…». Ανάβουν κερί και κατευθύνονται μες το σκοτάδι στις γνωστές θέσεις στα αριστερά. Η θείτσα Κια έχει ήδη πιάσει στασίδι και καθώς η Κοντίλω προσπαθεί να πλησιάσει για να ακουμπήσει πατάει το πανωφόρι της και πέφτει κάτω. Τι ντροπή! Σκέφτεται. Έχουν γυρίσει όλες οι γριές με τα κεριά στο χέρι και παρατηρούν το θέαμα. Στέκεται πάλι όρθια, τινάζει το ρούχο της και σηκώνει το κεφάλι της ψηλά αγνοώντας τα σχόλια. Έχει τόση έπαρση που θεωρεί ότι την μάτιασαν με τα ωραία της ρούχα. Έρχεται η ώρα της μετάληψης. « Μετά φόβου Θεού πίστεως..» λέει ο παπα Γιάννης και συμπληρώνει. «Με προσοχή και τάξη θα έρχεστε». Μπαίνουν στη σειρά τα κορίτσια, κοινωνούν και ενώ η Κοντίλω κοντοστέκεται επιδεικνύοντας τα ρούχα της, ακούει την Ντίνα να της ψιθυρίζει:
-«Μπλίδου (μαζέψου) περιμένουν και οι άλλοι τα παπούτσια στο σπίτι».
Στο σπίτι στέκεται η Μάρω στο παράθυρο ανυπόμονη. Το παλτό της Κοντίλως έχει μουσκέψει ως τη μέση από το χιόνι. Φθάνοντας πετάει τα παπούτσια στη Μάρω, η οποία τολμάει να ρωτήσει:
-«Λούλα να πάρω το παλτό σου για να πάω στην εκκλησία;»
Εκείνη της ρίχνει ένα βλέμμα υποτιμητικό και της λέει:
-«Δεν σου κάνει. Είσαι χοντρή». Ποια; Η Μάρω, που ήταν 36 κιλά και σχεδόν μισή από τη Κοντίλω. Φεύγει στεναχωρημένη με το φαγωμένο της από τον σκόρο πανωφόρι και επιστρέφει. Η Ντίνα έχει αρχίσει να ετοιμάζει τα μικρά, τα οποία πεινούν, αλλά προσπαθεί να τους εξηγήσει ότι πρέπει πρώτα να μεταλάβουν και μετά να πιουν γάλα. Όταν επιστρέφει η Μάρω και δοκιμάζει τα παπούτσια ο Λιάκος, δεν μπορεί καν να περπατήσει. Ένα ολόκληρο χασαπόχαρτο έβαλε η Ντίνα μπας και τα καταφέρει.
-«Άντε βιάσου να προλάβεις και μην ξεχαστείς στο δρόμο» τον ορμηνεύει, ενώ τον παρατηρεί από το παράθυρο που προσπαθεί να περπατήσει στην αυλή πάνω στο χιόνι και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Κάθε δύο βήματα ο μικρός σταματά και προσπαθεί να ξαναφορέσει τα παπούτσια που του βγαίνουν διαρκώς. Στην επιστροφή σκοντάφτει και χάνει το ένα παπούτσι.
-«Δυστυχία! Πως θα επιστρέψω σπίτι;»
Η ώρα περνάει και η Ντίνα αγχώνεται. Βγαίνει στο δρόμο και τον βλέπει να ψάχνει μέσα στο χιόνι κλαίγοντας.
-«Τι έγινε;» τον ρωτάει.
-«Έχασα το παλιοπάπουτσο» της απαντά μυξοκλαίγοντας.
Έψαξαν μαζί για λίγο και ευτυχώς το βρήκαν. Επέστρεψαν σπίτι φόρεσε στον Κωστάκη τα παπούτσια και τον συνόδευσε μέχρι την είσοδο της εκκλησίας για να είναι σίγουρη.
Η Χίτσα είχε ετοιμάσει το νταβά με το χοιρινό, είχε κάψει το φούρνο και όλοι περίμεναν το φαγητό.
-«Πεινάμε» ήταν το πρώτο που είπαν τα μικρά επιστρέφοντας από την εκκλησία.
Ευτυχώς η πανταχού παρούσα Ντίνα έχει βάλει το πετιμέζι να ζεσταθεί και μόλις το βλέπουν ορμούν όλοι με μια φέτα ψωμί και τη βουτούν μέσα, ενώ αυτό στάζει παντού.
-«Αμάν δεν σας προλαβαίνω».
Αλλά καμία απάντηση δεν παίρνει γιατί όλων το στόμα έχει μπουκωθεί με τις ποτισμένες στο πετιμέζι φέτες ψωμί. Για τα καρύδια που τα είχε φιλέψει ο παππούς ούτε λόγος. Πέντε ήταν όλα κι όλα και είχαν φαγωθεί σε ανύποπτο χρόνο από τη Κοντίλω.
Έχει πάει σχεδόν δώδεκα το μεσημέρι και τα μικρά παρά το κρύο έχουν συγκεντρωθεί έξω από το φούρνο, γιατί αυτή τη μυρωδιά που αναδύεται από το ψήσιμο του χοιρινού σπάνια την αισθάνονται. Όταν κάθονται στο τραπέζι, πριν προλάβει ο Γάτσης να ζητήσει από τον γέρο πατέρα του να κάνει τον σταυρό, να τσουγκρίσουν τα ποτήρια με το κρασί για τα χρόνια πολλά για να ξεκινήσουν, τα μικρά έχουν αρχίσει να απλώνουν τα χέρια τους στις πέτσες και γλύφουν τα δάχτυλά τους από τη νοστιμιά. Στο μάλωμα του Γάτση παρεμβαίνει ο παππούς:
-«Λιε Γάτση. Εχαρόβε γιότε; Άστα Γάτση. Ξέχασες τα δικά σου;».
-«Έχεις δίκιο τάτα(πατέρα). Χρόνια πολλά με υγεία σε όλους».

Στις ευχές του πατέρα δεν έδωσε κανένα παιδί σημασία, γιατί υπερίσχυσε το χοιρινό που θα είχαν να θυμούνται τη νοστιμιά του όλη τους τη ζωή, μαζί με τα Χριστούγεννα του 1942. Όσο για τη Κοντίλω συνέχισε να είναι μια κοκέτα και να προσέχει πάντα την εμφάνισή της μέχρι το τέλος της ζωής της.

Γιώργος Ηλία Ζωίτσης 2020

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License