Τετρακωμία

ΦΑΡΑΙ

Αποτελούσα μετά των άλλων περί την ΤΑΝΑΓΡΑ τριών μικρών πόλεων ΕΛΕΩΝΟΣ - ΑΡΜΑΤΟΣ - και ΜΥΚΑΛΗΣΣΟΥ την Τετρακωμίαν της Ταναγραϊκής .
Από τις Φαρές διασώθηκαν και νομίσματα αργυρά. Υπήρχε νομισματοκοπείο. (550 - 480 και 387 - 374 π.χ.) μαρτυρούν περί της ακμής της ίδιας προ της περσικής εις την Ελλάδα επιδρομής.

ΑΡΜΑ

Αρχαία βοιωτική πολίχνη η ακριβής θέση της οποίας δεν έχει ακόμη καλά εξακριβωθεί. Ο Όμηρος κάνει αναφορά στο Άρμα, στην Ιλιάδα του και στη Ραψωδία B, 499: «Οίτ’ άμφ’ Αρμ’ ενέμοντο καί Είλέσιον καί Έρυθράς,».
Κατά τον Παυσανία το Άρμα οφείλει το όνομά του κατά πως λένε οι Ταναγραίοι, στο ότι εδώ είχε εξαφανισθεί το άρμα του Αμφιάραου και όχι στον τόπο που λένε οι Θηβαίοι δηλαδή στο αμφιάρειο που βρισκόταν μεταξύ Ποτνίων και Θήβας. Η πολίχνη Άρμα ήταν εγκαταλελειμμένη όχι μόνο επί Παυσανία αλλά και επί Στράβωνα (158 χρόνια πριν).
Στην εθνική οδό Αθήνας - Θεσσαλονίκης, μετά το Σχηματάρι και προς Λαμία, υπάρχει μεγάλη γέφυρα, πάνω από την οποία διέρχεται ο εθνικός δρόμος Θήβας - Χαλκίδας. Αριστερά του δρόμου τούτου, 600 ή 700 μέτρα από τη γέφυρα και προς τη Χαλκίδα, και σε μικρή απόσταση, υπάρχει πετρώδες ύψωμα στα ριζά του Λυκόβουνου (ή Λυκοβούνι) που είναι παραφυάδα του Μεσσαπίου (Χτυπάς). Οι περισσότεροι ερευνητές στην πετρώδη αυτή περιοχή τοποθετούν το Άρμα. Παραπλήσια είναι και η μαρτυρία του Παυσανία, που ορίζει τη Θέση του Άρματος στο δρόμο Θηβών - Χαλκίδας, μετά τον Τευμησσό (στα νότια του Υπάτου και αμέσως στα αριστερά του δρόμου) και πριν από τη Μυκαλησσό (Ριτσώνα).
Το πετρώδες ύψωμα που πιο πάνω αναφέραμε διατηρεί στην κορυφή του τείχος πολύ καταστραμμένο που θα μπορούσε να ανήκε στο αρχαίο Άρμα.
Η οχυρωμένη κορυφή του ήταν μάλλον μια περιτειχισμένη ακρόπολη με μικρή έκταση και σκοπό είχε να προστατεύει τους χαμηλά εγκαταστημένους κατοίκους σε ώρα κινδύνου. Πάνω στο πέτρινο αυτό λόφο υπάρχουν μικρές στάνες των ποιμένων της περιοχής, οι οποίες έχουν κατασκευασθεί από τους μικρότερους λίθους του αρχαίου τείχους. Ο οχυρωματικός περίβολος του αρχαίου Άρματος, με μεγάλους λίθους ελάχιστα δουλεμένους, έχει ένα αμελές πολυγωνικό χτίσιμο.
Κοντά στο σημερινό Άρμα (Δρίτσα) υπάρχει πετρώδης χαμηλός πέτρινος λόφος στην κορυφή του οποίου υπάρχει μεσαιωνικός πύργος και τείχος μεσαιωνικό. Σώζονται ακόμη σε μερικά μέρη λείψανα του αρχαίου οχυρωματικού περιβόλου που ανήκε στην αρχαία πόλη, την ονομαζόμενη από το Στράβωνα Ελέων και από τον Πλούταρχον Ελεών. Στα ριζά του πέτρινου αυτού λόφου είναι ακόμη και σήμερα, η πηγή Ακίδουσα όπως τη λέει ο Πλούταρχος (Ελληνικών κεφαλαίων καταγραφή 41), τραγουδώντας γλυκά - γλυκά τη μακρόχρονη ιστορία της περιοχής.
Ο L. Ross ερευνώντας και μελετώντας την περιοχή του Άρματος και τα αρχαία λείψανά του, διατύπωσε με δική του επιχειρηματολογία, τη γνώμη, ότι στο χωριό Δρίτσα (ή Ντρίτσα) περίπου ήταν άλλοτε το αρχαίο Άρμα. Η μετονομασία δε του χωριού από Δρίτσα σε Άρμα έγινε παραδεκτή, διότι στηρίχτηκε στην άποψη αυτή του L. Ross.
Από τις πολίχνες της «ταναγρικής τετρακωμίας» του Στράβωνα (8’, 405), μόνο δύο αναφέρει ο Παυσανίας, Το Άρμα και την Μυκαλησσό.
Ακόμη και σήμερα οι απόψεις των αρχαιολόγων και των ερευνητών διίστανται ως προς τη Θέση των δύο αρχαίων πολιχνών, του Άρματος και του Ελαιώνα.

ΕΛΕΩΝ

Αρχαία πολίχνη της Βοιωτίας που και αυτής η ακριβής Θέση δεν έχει ακόμη καλά εξακριβωθεί. Ο Όμηρος κάνει μνεία για τον Ελεώνα στην Ιλιάδα του και στη Ραψωδία Β 580: «οϊ τ’ Έλεών’ είχον ήδ’ ‘Υλην καί Πετεώνα».
Κοντά στο χωριό Άρμα (Δρίτσα) σε πετρώδη χαμηλό λόφο στην κορυφή υπάρχουν μερικά λείψανα του αρχαίου οχυρωτικού περιβόλου, μεσαιωνικός πύργος και τείχος μεσαιωνικό που κτίστηκαν προφανώς από τους λίθους του αρχαίου οχυρωτικού περιβόλου. Στα ριζά του αναβλύζει ακόμη και σήμερα η πηγή Ακίδουσα του Πλουτάρχου.
Στην αρχαιότητα η πηγή αυτή είχε άφθονο νερό και μπορούσε άνετα να μεταβάλλει σε έλος τη γύρω βαθουλωτή περιοχή. Κατά το Στράβωνα το έλος που σχηματίστηκε στην περιοχή αυτή, έδωσε το όνομα στην ταναγραική κώμη Ελεών.
Ο Πλούταρχος την ονόμασε Ελέων. Το όνομα όμως Ελεώνας δόθηκε στο χωριό Σπαΐδες ή (Σπαήδες) , ή ( Σπαχήδες ) που βρίσκεται κάπως μακριά από το σημερινό Άρμα και βορειότερα.
Επώνυμος ήρωας της πόλης ήταν ο Ελεών, πατέρας του Ετεωνού. Από τον Ελεώνα καταγόταν και ο Περίφημος Βάκις της Βοιωτίας που ήταν ο αρχαιότερος και ο σπουδαιότερος από τους δύο άλλους Βάκιδες, τον Αθηναίο Βάκι και τον Αρκάδα.

Βάκις: Με το γενικό όνομα «Βάκιδες» χαρακτηριζόταν αρχικά μια ολόκληρη τάξη χρησμολόγων της αρχαιότητας.

Πολλές προφητείες, που είχαν κατά καιρούς διατυπωθεί από προφήτες («βάκιδες») ή προφήτισσες («σίβυλλες») τα χρόνια της πρώτης ακμής της εκστατικής μαντικής (7ος και 6ος π.Χ. αιώνας), αποδίδονταν κάποτε σε ορισμένο Προφήτη με το όνομα Βάκις. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα «βάκιδες» ονομάζονταν γενικά οι προφήτες και οι μάντεις, και «βακίδες» ονομάζονταν οι προφήτισσες και οι σίβυλλες. Οι ονομαστότεροι ανάμεσα στους «βάκιδες» ήταν τρεις κυρίως χρησμολόγοι: ένας από τον Ελεώνα Βοιωτίας, ένας Αθηναίος και ένας από την Αρκαδία. Ο Αθηναίος Βάκις ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, εκείνος που είχε προβλέψει την περσική εκστρατεία κατά της Ελλάδας. Στον Αρκάδα Βάκι, οφειλόταν, σύμφωνα με κάποια παράδοση, η κάθαρση των Σπαρτιατισσών που είχαν καταληφθεί από μανία. Ο σπουδαιότερος όλων ήταν ο Βάκις από τη Βοιωτία (Ελεώνας), «άνθρωπος που κατεχόταν από νύμφες» (Παυσανίας Χ, 12, 11) και στον οποίο αποδίδονταν πολλοί και σημαντικοί χρησμοί.
Γύρω στο 490 π.Χ. ένας από τους «χρησμολόγους» (Βάκις) διατύπωσε επιγράμματα χρησμών. Έχουν σωθεί 3 επιγράμματα, που δείχνουν τη σχέση τους με την περιοχή και τα γεγονότα της Ελλάδας. Τα επιγράμματα παραδίδονται από τον Ηρόδοτο και εντάσσονται στην Παλατινή Ανθολογία.

ΜΥΚΑΛΗΣΣΟΣ

Πόλη της Βοιωτίας απέναντι από τη Χαλκίδα στο δυτικό μέρος της Αυλίδας στην περιοχή της Ριτσώνας , και στο δρόμο Χαλκίδα – Θήβα , πού πρώτα ήταν ανεξάρτητη και μετά προσήχθη στην πόλη της Τανάγρας δημιουργώντας μαζί με τις πολίχνες Φαραίς Ελεών , Άρμα Τετρακωμία .
Το όνομά της το έλαβε κατά την παράδοση ( « διότι βούς ενταύθα εμυκήσατο η Κάδμον και τον σύν αυτώ στρατόν άγουσα εις Θήβας ») . (Παυσανίας ΙΧ , 19 , 4 ).
Στην πόλη βρισκόταν το ιερό της Μυκαλησσίας Δήμητρας .
Το έτος 413 π . χ . λεηλατήθηκε από τους Μισθοφόρους Θράκες και Αθηναίους υπό την ηγεσία του Διητρέφους όπου κατέσφαξαν σχεδόν όλους τους κατοίκους ( Θουκ . Vii , 29) .
Όταν πέρασε ο Παυσανίας ήταν ήδη κατεστραμμένη .
Σήμερα σώζονται νομίσματα της πόλεως και μάλιστα των ετών 387 – 373 π . χ . αλλά και ερείπια , υπό των Αγγλικών ανασκαφών που ήρθαν στο φως.
Απεκαλύφθη η αρχαία νεκρόπολη με σημαντικά ευρήματα , καθώς αγγεία ( « Βοιωτικού και Κορινθιακού ρυθμού» ) , και ειδώλια εκ οπτής γης ( Τερρακότα ) .
( Βλ . R . M . Burrow – p – N , Ure εν Β. S . A . 1907 – 1908 , σελίδα 226 και P . N . Ure . j .H . S . 1909 , σελίδα 308 και 1910 σελίδα 336 . Α . Ε . 1912 σελίδα 102 .
413 π.χ. Θουκυδίδου Ιστορία.
Σχετικά με Μυκαλησσό αρχαία πόλη Βοιωτίας (Κοντά στην σημερινή Ριτσώνα).

Το ίδιο καλοκαίρι έφτασαν στην Αθήνα χίλιοι τριακόσιοι πελταστές από τους μαχαιροφόρους Θράκες της Διακής φυλής, οι οποίοι έπρεπε να πάνε μαζί με τον Δημοσθένη στη Σικελία. Επειδή όμως είχαν φτάσει καθυστερημένοι, οι Αθηναίοι σκέφτονταν να τους στεiλουν πίσω στη Θράκη, από όπου είχαν έρθει. Τους φαινόταν πολυτέλεια να τους κρατήσουν για τον πόλεμο της Δεκελείας, γιατί καθένας τους έπαιρνε μια δραχμή τη μέρα. Η Δεκελεία, αφού είχε τειχιστή τούτο το καλοκαίρι από όλο τον στρατό των Πελοποννήσιων, κατεχόταν τώρα από φρουρές, που έστελναν διαδοχικά οι συμμαχικές πόλεις και έβλαπτε πολύ του Αθηναίους, είναι μάλιστα, με τις υλικές ζημιές και τις απώλειες ανθρώπων που προκάλεσε, μία από τις αιτίες που επιδείνωσαν την κατάστασή τους. Άλλοτε οι εισβολές των Λακεδαιμονίων δεν κρατούσαν πολύ καιρό κι έτσι δεν εμπόδιζαν τους Αθηναίους να εκμεταλλεύονται τον υπόλοιπο χρόνο τα κτήματά τους. Επειδή οι εχθροί έμεναν αδιάκοπα εκεί, και η χώρα καταστρεφόταν πότε από πολυάριθμους εισβολείς και πότε από τις ακατάπαυτες ληστρικές επιδρομές της τακτικής φρουράς, και επειδή έμενε εκεί και ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων Άγις, που έκανε συστηματικά τον πόλεμο οι Αθηναίοι πάθαwαν μεγάλες ζημιές. Γιατί όχι μόνο είχαν χάσει πια όλα τους τα κτήματα, αλλά είχαν αυτομολήσει στους εχθρούς και πάνω από είκοσι χιλιάδες δούλοι, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν χοιροτέχνες. Είχαν επίσης χάσει και όλα τους τα πρόβατα και τα υποζύγια, ενώ τα άλογά τους, επειδή οι ιππείς έκαναν αδιάκοπα επιδρομές στη Δεκελεία και περιπολίες για να φρουρούν την υπόλοιπη χώρα, αλλά κουτσαίνονταν καθώς έτρεχαν και ταλαιπωρούνταν αδιάκοπα σε ανώμαλα εδάφη και άλλα πληγώνονταν.
Αλλά και η μεταφορά των τροφίμων από την Εύβοια, που πρώτα τα έφερναν γρηγορότερα από τη στεριά από τον Ωρωπό και τη Δεκέλεια, τώρα έχει γίνει πολυδάπανη, γιατί όλα τα μεταφέρανε από τη θάλασσα περιπλέοντας το Σούνιο. Η Αθήνα έπρεπε τώρα να εισάγει απέξω ό,τι χρειαζόταν και αντί για πόλη είχε γίνει φρούριο. Γιατί τη μέρα οι Αθηναίοι φρουρούσαν με τη σειρά στις επάλξεις των τειχών και τη νύχτα όλοι, εκτός από τους ιππείς, ταλαιπωρούνταν διανυκτερεύοντας στα στρατόπεδα ή πάνω στα τείχη χειμώνα - καλοκαίρι. Κυρίως όμως πιέζονταν γιατί έπρεπε να διεξάγουν δυο πολέμους ταυτόχρονα, και παρ ‘όλα αυτά έδειξαν τόση αποφασιστικότητα, που αν το έλεγες αυτό πρωτύτερα σε κανένα, θα ήταν αδύνατο να σε πιστέψει. Γιατί παρ ’όλο που οι Πελοποννήσιοι έχοντας χτίσει τείχος στην Αττική, αυτοί όχι μόνο δεν εγκατέλειψαν τη Σικελία αλλά εξακολουθούσαν να πολιορκούν με παρόμοιο τρόπο τις Συρακούσες, πόλη αυτή καθαυτή όχι μικρότερη από την Αθήνα, κι έτσι διαψεύσανε τους υπολογισμούς όλων των Ελλήνων για τη δύναμη και την τόλμη τους. Πραγματικά, ενώ στην αρχή του πολέμου κανείς δεν πίστευε ότι οι Αθηναίοι θα άντεχαν περισσότερο από ένα, ή δύο, ή το πολύ τρία χρόνια, αν οι Πελοποννήσιοι εισέβαλαν στη χώρα τους, αυτοί, δεκαεπτά χρόνια μετά την πρώτη εισβολή στην Αττική, έκαναν εκστρατεία στη Σικελία μ’ όλο που ήταν ταλαιπωρημένοι από τον πόλεμο, και άρχισαν έτσι καινούργιο πόλεμο όχι λιγότερο σοβαρό από τον προηγούμενο της Πελοποννήσου. Οι ζημιές όμως που τους προκαλούσε η Δεκέλεια, μαζί με τα άλλα έξοδα που τους βαραίνανε , τους είχαν εξαντλήσει οικονομικά. Έτσι την εποχή αυτή επιβάλανε στους υπηκόους τους αντί για τον συνηθισμένο φόρο, εισφορά ίση με το ένα εικοστό της αξίας όλων των εμπορευμάτων που μεταφέρονταν από τη θάλασσα, υπολογίζοντας πως με τον τρόπο αυτό θα εισπράττουν περισσότερα. Γιατί οι δαπάνες τους δεν ήταν πια σαν τις προηγούμενες, αλλά πολύ μεγαλύτερες, αφού κι ο πόλεμος είχε γίνει μεγαλύτερος, και τα έσοδά τους λιγόστευαν ολοένα.
Επειδή λοιπόν, από έλλειψη χρημάτων, οι Αθηναίοι ήθελαν τότε να περιορίσουν τις δαπάνες τους, έστειλαν αμέσως πίσω τους Θράκες που δεν είχαν προλάβει τον Δημοσθένη, και αναθέσανε στον Διιτρέφη να τους οδηγήσει δίνοντάς του συνάμα τη διαταγή να τους χρησιμοποιήσει κατά το ταξίδι (γιατί θα περνούσαν από τον Εύριπο) για να βλάψει όσο μπορεί τους εχθρούς. Ο Διιτρέφης τους αποβίβασε στην Τανάγρα , όπου έκαναν στα γρήγορα μερικές λεηλασίες, τους έβαλε το βράδυ να περάσουν τον Εύριπο από τη Χαλκίδα της Εύβοιας κι έπειτα τους αποβίβασε στη Βοιωτία και τους οδήγησε στη Μυκαλησσό. Πέρασε τη νύχτα απαρατήρητος κοντά στο Ερμαίο, το οποίο απέχει δεκαέξι περίπου στάδια από τη Μυκαλησσό, και τα ξημερώματα έκανε επίθεση κατά της πόλης, που δεν είναι μεγάλη, και την κατέλαβε, επειδή οι κάτοικοί της δεν είχαν πάρει προφυλακτικά μέτρα μην πιστεύοντας ότι οι εχθροί θα προχωρούσαν τόσο μακριά από τη θάλασσα και θα τους χτυπούσαν. Επίσης το τείχος της πόλης ήταν αδύνατο, γκρεμισμένο σε πολλά σημεία και σε άλλα χαμηλό, και οι πύλες του ήταν ανοιχτές, αφού κανείς δεν φοβόταν επίθεση. Οι Θράκες λοιπόν όρμησαν μέσα στη Μυκαλησσό, λεηλάτησαν τα σπίτια και τα ιερά και σκότωναν τους ανθρώπους, χωρίς να εξαιρούν ούτε γέροντες, ούτε παιδιά. Σκότωναν όσους έβρισκαν μπροστά τους, και παιδιά και γυναίκες, κι έσφαζαν και τα υποζύγια και ότι άλλο ζωντανό έβρισκαν. Γιατί αυτή η φυλή των Θρακών, όπως οι πιο βάρβαρες φυλές, είναι εξαιρετικά αιμοβόρα όταν δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή έγινε μεγάλο μακελειό και δεν έλειψε καμιά μορφή ολέθρου. Οι Θράκες ορμήσανε ακόμα και στο μεγαλύτερο σχολείο της πόλης κι έσφαξαν όλα τα παιδιά, που μόλις πριν από λίγο είχαν πάει εκεί. Πιο απροσδόκητη και πιο φοβερή συμφορά ποτέ άλλοτε δεν έπληξε μιαν ολάκερη πόλη.
Όταν οι Θηβαίοι τα έμαθαν αυτά, έτρεξαν αμέσως, προλάβανε τους Θράκες, που δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ, τους πήραν πίσω τα λάφυρα, τους έτρεψαν σε φυγή και τους καταδιώξανε ως τη Θάλασσα του Ευρίπου, όπου ήταν αραγμένα τα πλοία που τους μεταφέρανε. Εκεί σκότωσαν πάρα πολλούς κατά την επιβίβασή τους, επειδή οι Θράκες δεν ήξεραν κολύμπι και οι ναύτες, μόλις είδαν τι γινόταν στη στεριά, είχαν απομακρύνει τα πλοία σε απόσταση βολής τόξου από την ακροθαλασσιά. Ως εκείνη τη στιγμή οι Θράκες αμύνονταν αποτελεσματικά κατά του ιππικού των Θηβαίων, που τους είχε επιτεθεί πρώτο, έτρεχαν μπροστά πυκνώνοντας τις γραμμές τους, σύμφωνα με τη συνηθισμένη τους τακτική, κι έτσι μόνο λίγοι, είχαν σκοτωθεί σ’ αυτή την υποχώρηση. Χάθηκαν επίσης μερικοί Θράκες, που είχαν μείνει στην πόλη για λεηλασία. Συνολικά από τους χίλιους τριακόσιους Θράκες σκοτώθηκαν διακόσιοι πενήντα. Από τους Θηβαίους και τους άλλους που έτρεξαν σε βοήθεια σκοτώθηκαν συνολικά είκοσι ιππείς και οπλίτες και ο Σκιρφώνδας, ένας από τους Θηβαίους Βοιωτάρχες.
Κατά την καταδίωξη των Θρακών σκοτώθηκαν ακόμα και μερικοί από τους Μυκαλησσίους.
Αυτά έγιναν στη Μυκαλησσό, που η συμφορά της ανάλογα με το μέγεθος της πόλης, είναι το πιο συγκλονιστικό από το γεγονότα τούτου του πολέμου.

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License